Page 64 - mag_69
P. 64
μΙΚρεσ ΙσΤορΙεσ
Και οι δυο τους, μ’ ένα στόμα, είπανε με δίχως πόνο:
«Πού να τρέχω να νταντεύω και παιδί να μεγαλώνω;
Αν σωθεί απ’ το κανάτι, όποιος τόβρει ας τόχει έγνοια.
Κειού το αφήνουμε αμανάτι, αν σωθεί απ’ το κανάτι».
Κι όποιος έχει αγωνία αν μικρό ήταν το κανάτι
ας το πούμε ευθύς εδώ, ήτανε μεγαλωπό
και χωρούσε το παιδί που ‘ταν και πολλά παχύ.
Μέσα στο τρεχαλητό ποτάμι, ήτανε το τυχερό
να σκαλώσει το κανάτι και να μη μπάσει νερό.
Κει το είδε μια κυρά πούχε χέρια είχε και πόδια
μπόλικο μυαλό και γνώση και της άρεσαν τα ρόδια.
Είχε σπίτι, είχε και ζα, είχε και άντρα με καρδιά,
δουλευτή καλό κι αφράτο που ’ξερε από παιδιά.
64 Πήραν το παιδί στο σπίτι και το είχαν του κουτιού
κι όχι του πεταματού και του άγριου κανατιού.
Τόπαν Κανατοσωσμένο αλλά είδαν με καιρό
ότι τέτοιο όνομα μεγάλο δεν είν’ τόσο βολικό
κι έτσι είπαν: «Να το λέμε Τυχεροποταμονεράκη;».
Αλλά κι αυτό το όνομα δεν το γούσταραν πολύ
και του δώσαν άλλο ονόμι και το είπαν Περικλή.
Ο Βασιλιάς ο Άπραγος και η Κόνα Απραξία
ζήσανε αρκετά καλά ―αλλά όχι για πολύ―,
και το παιδί καλύτερα.
Ο παίδαρος μεγάλωσε, ομόρφυνε και ψήλωσε
και όπως ήταν φυσικό σε θρόνο δεν εκάθισε.
Εγίνηκε δουλευταράς και μάγκας παινεμένος
στον τόπο εκειόν τον μικρυνό που λίγα μετά χρόνια
δεν ήταν πια βασίλειο αλλά μια σκέτη χώρα.
Ο Βασιλιάς ο Άπραγος με την Κυρά Απραξία
από τη βρόμα φύγανε κι από την ασιτία.