Page 63 - mag_69
P. 63
του Κωστή A. Μακρή
Μια φορά κι έναν κιερό, σ’ έναν τόπο μικρυνό,
ζούσε βασιλιάς τρανός, όμορφος, λιγουρευτός.
Τον ελέγαν Άπραγο και τιμούσε τ’ όνομά του,
και τα νιάτα τα χλιδάτα και τα δίκτυα τα γαμάτα.
Όλη μέρα κάθουταν και ξαπλώνουταν το βράδυ.
Και πώς τούρθε ξαφνικός ερωτοχτυποκαρδιός
για μια έμορφη κυρά απ’ αρχοντική γενιά.
Είδε φώτο, είδε σέλφι, τι να είδε, ρε γαμώτο;
Κάτι είδε, κάτι τούπαν και φουντώνει με το πρώτο.
Στέλνει μέσιτζ, στέλν’ εικόνα κι αίτημα φιλιάς ταμπλάτο.
Γίναν φίλοι, γνωριστήκαν, σαν τη γάτα με τον γάτο.
Απραξία την ελέγαν την πανέμορφη κυρά.
Με του ονόματος τη χάρη και λατρεία στο μαξιλάρι.
Δεν το ψάξαν και πολύ κι από τεμπελιά γεμάτοι
παντρευτήκαν, νυμφευτήκαν και με έρωτα παρθήκαν. 63
Γάμο κάνανε σπουδαίο, γλέντι και χορό γενναίο.
Πέντε κατομμύρια λάικς και μυριάδες τόσα σέαρς.
Φάγανε ψωμί κομμώτρες, μακιγιέζες και στυλίστες,
μάγειροι σούπερ μοδάτοι και διασήμοι σομελιέδες.
Σαν τελέψαν με τα γλέντια και του μέλιτος τα πάρτι,
μπουκωμένοι βαρεμάρα χώθηκαν μες στο παλάτι.
Ώρες και νυχτιές και μέρες τις περνούσαν στο κρεβάτι
με τα ζμάρτφον τους δεμένοι, στο χουζούρι τους δοσμένοι.
Στο κρεβάτι πολλές ώρες, ε, δεν θέλει και πολύ…
Έμειν’ έγκυα η Απραξία απ’ τ’ Απράγου την αξία.
Κάνανε παιδί παχούλι, που όλο θέλω κι άλλο θέλω
κι όλο κλάψα κι όλο γκρίνια… Πώς ν’ αντέξει η Απραξία;
Κι ο Απράγος απ’ την άλλη, δεν την πάλευε τη ζάλη.
Κλάψα, κλάψα το παιδί, εμπαφιάσανε εν τέλει.
Κοιταχτήκανε και λένε: «Ε, ο κώλος του τα θέλει».
Κι ένα χαρωπό πρωί τόβαλαν σ’ ένα κανάτι,
τόριξαν στο ποταμάκι που περνούσε απ’ το παλάτι.