Page 57 - mag_69
P. 57

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               Το πηγάδι είναι βαθύ και πέτρινο·                     γύρισε τη σιδερένια τροχαλία και

               το σχήμα του είναι κωνικό με το                       ο κουβάς και το σχοινί έμειναν
               πάτωμα του μεγαλύτερο και το γε-                      πάνω. Τώρα με το φως αυτό να

               γονός πως είναι γεμάτο νερό που                       φωτίζει το πηγάδι· αυτή  τη στιγ-

               φτάνει  μέχρι  τον  ομφαλό  μου,                      μή, μπορώ να δω καλά την σαρα-
               εντείνει  τα αισθήματα της ανησυ-                     νταποδαρούσα.

               χίας και του ερχόμενου πανικού.                       Δεν ξέρω πια πόσες ώρες είμαι

               Έχω κολλήσει την πλάτη μου στον                       εδώ κάτω μέσα στο νερό· εγώ,
               πέτρινο τοίχο· ο τοίχος αυτός εί-                     που κάποτε, μπορούσα να τρέ-

               ναι ό,τι πρέπει για να κρατήσω το                     χω εκεί έξω, τώρα δεν έχω τίπο-

               κορμί μου ίσιο, όσην ώρα περι-                        τα να κάνω παρά να περιμένω ή
               μένω και να μην πέσω στο νερό                         τον  αργό  θάνατο  αφού  γλίτωσα

               και πνιγώ· στη μία μεριά έχω κολ-                     τον γρήγορο όταν μ’ έσπρωξε αυ-

               λήσει εγώ, ο Λάμπης, ο κάτοχος                        τός κι έπεσα εδώ ή την Κατίνα ν’
               του διπλανού χωραφιού που ο                           ανησυχήσει, να ψάξει να με βρει.                           57

               γείτονάς μου κάτοχος αυτού του                        Κάποτε, θα προσέξει την απουσία

               πηγαδιού, ο Γιώργης, μου απαγό-                       μου, δεν μπορεί, αλλά πάλι μπορεί
               ρεψε να τραβάω νερό από εδώ·                          να την πιάσει ο ύπνος, αλλά πάλι

               από την άλλη, είναι μία σαραντα-                      δεν μπορεί, όχι δεν μπορεί, θα

               ποδαρούσα, που με τον γρήγορο                         περάσει κάποιος να με βγάλει από
               βηματισμό των σαράντα ποδα-                           εδώ που πολύ φοβάμαι μη γίνει ο

               ριών της μετράει τον χρόνο και                        τάφος μου.

               τον χώρο της άδικης τιμωρίας                          Το προηγούμενο βράδυ στο κα-
               μου. Ένα σιδερένιο καπάκι, με μια                     φενείο, αυτός ο σιχαμένος, όταν

               μικρή τρύπα, κλείνει το στόμα του                     του  είπα  πως  το  νερό  είναι  του

               πηγαδιού  κόβει  τον  δρόμο  στον                     Θεού και δεν έχει δικαίωμα να μη
               αέρα και τον ήλιο. Ευτυχώς, τώρα                      μου δίνει να ποτίσω κι εγώ το χω-

               είναι μεσημέρι, από την τρύπα στο                     ραφάκι μου, έριξε τόσες βρισιές,

               καπάκι περνάει λίγο φως, κι αυ-                       μου είπε πρόστυχα λόγια που λίγο
               τός ο σιχαμένος ο Γιώργης, που                        ακόμα θα ’χανα τα λογικά μου.

               τον έχουν ξεθωριάσει πια τα χρό-                      Αυτή η αίσθηση με κράτησε σιω-

               νια αλλά η κακία και η τσιγκουνιά                     πηλό. Με κοιτούσαν όλοι κι εγώ
               του δεν έχουν αλλάξει, έπιασε και                     κράτησα τη θέση μου, εγώ είμαι
   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61   62