Page 34 - mag_69
P. 34

εΝΑσ μπΑμπήσ                                    της Μαρίας Στρίγκου


                        Για όνομα







               Τα ονόματα έπεφταν σαν πυροβολι-                      «Για την εγγονή σας δεν τσακώνεστε;

               σμοί εναλλάξ. Άννα Μαρία έλεγε η                      Σήμερα ήταν η βάφτισή της;»
               μία γιαγιά, με το μαύρο βελούδινο                     «Πάει Λύκειο η εγγονή μας» είπε η μία

               παλτό, Μαριάννα, έλεγε η άλλη με                      μέσα απ’ τα δόντια της
               το άνιμαλ πριντ. Οι παρατρεχάμενοι                    «Ελένη την είπανε τελικά» απάντησε η

               τις κάνανε χάζι. Περίμενα να φανούν                   άλλη θιγμένη τάχα μου
               από ώρα σε ώρα τα παιδιά τους ανα-                    «Δεν καταλαβαίνω, τότε εσείς για-

               ζητώντας  τες.  Ήμουνα  σίγουρος  ότι                 τί τσακώνεστε;» απόρησα. Το κοινό
               έφυγαν από τη βάφτιση της εγγόνας                     γύρω μας συρρικνώθηκε για ν’ ακού-

               άρον – άρον με σκοπό τον τσακωμό                      σει την απάντησή τους.
               τους για τ’ όνομα.                                    Οι κυρίες μάζεψαν τις τσάντες τους

               Η ώρα όμως πέρναγε και κανένας δεν                    από το έδαφος, φτιάξανε τα μαλλιά
               έλεγε να φανεί. Κι αυτές όσο πήγαινε                  τους με τα χέρια, συμμαζέψανε τα

               και αγρίευαν, άρχισαν να πιάνονται                    ρούχα τους.
               ήδη απ’ τα πέτα.                                      «Πάμε να φύγουμε Άννα Μαρία»
   34          «Κυρίες μου λογικευτείτε – μπήκα στη                  «Είσαστε πολύ περίεργος κύριε» μου

               μέση – θα σας αναζητούν τα παιδιά                     είπαν κι οι δυο εν χορώ και πιάστη-

               σας. Δεν είναι σωστό να χαλάτε μια                    καν αγκαζέ κατηφορίζοντας προς τη
               μέρα σαν κι αυτή με φωνές και καυ-                    λεωφόρο. Οι γείτονες που είχαν βγει

               γάδες.»                                               στο δρόμο άρχισαν να σκορπίζουν,
               Όσοι παρακολουθούσαν τον καυγά                        κατηγορώντας με που ανακατεύτηκα

               με αποδοκίμασαν.                                      και τους στέρησα την κορύφωση του
               «Άστες να τσακωθούνε ρε φίλε. Τι σε                   καυγά. Κάτι δεν μπορούσα να κατα-

               νοιάζει;»                                             λάβω αλλά ήταν αδύνατο να εντοπί-
               Αστεία, αστεία είχε μαζευτεί αρκετός                  σω τι.

               κόσμος που διασκέδαζε με τις συμπε-                   «Κλέφτες! Κλέφτες!» φώναξε ο συ-
               θέρες.                                                νταξιούχος βγαίνοντας στο απέναντι

               Οι  κυρίες  σταμάτησαν  τις  αψιμαχίες                μπαλκόνι.
               και με κοίταξαν ξεφυσώντας θυμω-                      «Όση ώρα χαζεύαμε τον καυγά, κά-

               μένα.                                                 ποιος μπήκε στο σπίτι μου και μου
               «Τι λες νεαρέ; Ποια παιδιά; Ποια                      σούφρωσε όλα τα χρυσαφικά.»

               μέρα;» η κυρία Μαριάννα κούνησε το                    Κοίταξα ξανά προς το δρόμο. Οι συ-
               κεφάλι υπονοώντας ότι ήμουνα τρε-                     μπεθέρες ήταν άφαντες κι η Κυριακή

               λός και η άλλη κυρία, η Άννα Μαρία                    μας είχε ήδη υποστεί ζημιά.
               βιάστηκε να συμφωνήσει μαζί της.                      Και να 'ταν μόνο τ’ όνομα.
   29   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39