Page 33 - mag_69
P. 33
της Μαρίας Στρίγκου
«Μια μετακόμιση θα κάνω απ’ το σπί- παίρνει θέση μάχης.
τι το παλιό, μια μετακόμιση για πλάκα «ΕΓΩ, έχω δίκιο!» φωνάζεις με όλη τη
ή με σοβαρό σκοπό…» λέει το τρα- δύναμη της φωνής σου, της ύπαρξής
γουδάκι. Κάθομαι στην αγαπημένη σου, ορκίζεσαι, ματώνεις, μαλώνεις,
μου πολυθρόνα και μουρμουρίζω σι- σκοτώνεις, σκοτώνεσαι για ένα δίκιο
γανά. Ο Υμηττός απέναντί μου έχει κληρονομιά και γινάτι.
τα κέφια του σήμερα, λέω πως είναι Οι φωνές που ακούγονταν απ’ το δρό-
η Κυριακή που γλυκαίνει τη φάτσα μο μ’ έβγαλαν απ’ τον κυριακάτικο, φι-
του, τις Κυριακές όλοι δεν ψάχνου- λοσοφικό ρεμβασμό. Στην αρχή ήταν
με μια αφορμή να χαρούμε για κάτι; ακατανόητες τσιρίδες και ουρλιαχτά,
Αλλιώς σου φαίνεται πως πήγε στρά- όμως σιγά - σιγά ξεκαθάριζαν, γινό-
φι η μέρα, πως δεν τα κατάφερες να ντουσαν βρισιές, λόγια πικρά ανάκατα
ενσωματωθείς στη γιορτή κι εσύ, με κλάματα. Βγήκα στο μπαλκόνι, σί-
πώς κάπου έκανες λάθος. Άμα το γουρος πως θα δω δυο πιτσιρίκια να
καλοσκεφτείς το μερίδιο που αναλο- τσακώνονται. Ομολογώ πως το θέαμα
γεί στο λάθος όλο για πάρτη σου το με σόκαρε περισσότερο απ’ τις φωνές 33
χρεώνεις. Μα πάντα εσύ έκανες τα και τους χαρακτηρισμούς. Οι δύο κυρί-
λάθη, όλοι οι υπόλοιποι ήταν οι σω- ες θα ήταν γύρω στα εξήντα, περιποι-
στοί; Όχι βέβαια, μακριά από σένα ημένες, με τα κυριακάτικά τους ρούχα
το λάθος λοιπόν, το νιώθεις θηλιά και τα μαλλιά καλοχτενισμένα, σαν
στο λαιμό, αλυσίδα στα χέρια, ξέρεις από κομμωτήριο. Ήταν συνηθισμένο
γιατί; Γιατί φοβάσαι να το παραδε- να βλέπω κυρίες να γυρνάνε από την
χτείς κι ακόμα περισσότερο φοβάσαι εκκλησία τις Κυριακές, αυτό που δεν
να το αλλάξεις, φοβάσαι ν’ αλλάξεις ήταν συνηθισμένο ήταν να βλέπω δυο
εσύ ο ίδιος, δεν ξέρεις πώς γίνεται μεγάλες γυναίκες να έχουν πιαστεί στα
αυτό, δεν ξέρεις ποιος θα είσαι μετά, χέρια, πετώντας τα τσαντάκια τους
δεν ξέρεις αν θα είσαι αποδεκτός κάτω και ονοματίζοντας η μία την άλλη
σαν άλλος. με τις χειρότερες βρισιές.
Χούι των προγόνων μας το αλάθητο, «Άννα Μαρία έπρεπε να το πούμε το
σαν ενοχή μας ακολουθά, μας βαραί- παιδί!»
νει, μας αγχώνει, μας μπερδεύει. «Σε γελάσανε, είναι το μόνο μου εγγό-
«Έχω δίκιο, ΕΓΩ, έχω δίκιο» οι φλέ- νι, Μαριάννα ήτανε το σωστό»
βες του λαιμού πετάγονται, τα μάτια Δίχως να το πολυσκεφτώ κατέβηκα
γουρλώνουν, το μούτρο κοκκινί- στο δρόμο. Μαζί μ’ εμένα κι άλλοι δυο
ζει, οι γροθιές σφίγγονται, το σώμα τρεις γείτονες.