Page 65 - mag_71
P. 65

της Δήμητρας Ξενάκη











               Ακολουθούν  ήχοι  διαφορετικοί                        έδειξαν ένα ηλιακό ρολόι;

               και τα  βιαστικά βήματα, όσων πάνε                    - Τι  ωραία! σου είχα πει.. Κάνω σκιά
               για δουλειά. Τα μεσημέρια τα παιδιά                   με τα χέρια μου κι ο χρόνος σταμα-
               του διπλανού σχολείου χοροπηδάνε                      τάει όπου θέλουμε. Θα τον σταμα-

               ανάλαφρα. Αυτό το λεπτό τικ τικ,                      τάμε, όταν περνάμε καλά.

               έρχεται απο τα τακούνια, της κυρίας                   Κι εσύ είχες γελάσει...
               που περνάει κάθε απόγευμα. Και ο                      - Ο χρόνος  πάντα θα τρέχει, είχες

               συρτός κουρασμένος ήχος έρχεται                       πει περιφρονητικά...
               απο την ηλικιωμένη γειτόνισσα που                     Κι εγώ είχα λυπηθεί που δεν καταλά-

               γυρίζει από τον απογευματινο πέρί-                    βαινες...
               πατο. Τα πόδια...                                     Και τώρα  ταξιδεύω με τους ήχους,

               Κάθε βάδισμα διαφορετικό...                           χωρίς ειρμό, χωρίς σειρά, χωρίς να
               Κάθε ήχος ξέχωρος...                                  με νοιάζει, που έρχονται εκείνοι να

               Και σε χρόνο δικό του...                              με βρούν όποτε θέλουν.
               Εγώ, που έλεγα, πως ο χρόνος μπή-                     Τώρα ξέρω πως ο χρόνος που κου-

               κε σε όρια για να μας δυναστεύει,                     βαλάει λέξεις, εικόνες, γκριμάτσες,                        65
               αφήνω τώρα τους ήχους των πο-                         μυρωδιές, απώλειες και συναπαντή-

               διών να μπαίνουν ανεξέλγκτα μέσα                      ματα, ήταν πάντα μέσα μου.
               μου.                                                  Εμπαινε κάθε λεπτό, και μ’έχτιζε

               Δεν ξέρω πώς έγινε.                                   Εχω μέσα μου όλα, όσα κατασκευ-
               Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο θό-                      ασε.

               ρυβος των βημάτων ήταν μόνο η                         Μάντρες ψηλές ή χαμηλές, λείες ή
               αιτία για να ανακυκλώνω μέσα μου                      γεμάτες  χαρακιές κι εγω πετάω απο

               τον χρόνο.                                            τη μιά στην άλλη.

               Τα άτσαλα βήματα των παιδιών,                         Κι ‘έπειτα – είναι και τ’άλλο. Ανακα-
               δεν μούλεγαν απλά πως μεσημέρια-                      λύπτω και καινούργιες-  νεόχτιστες
               σε και τέλειωσε το σχολείο.                           μάντρες- , κι αναρωτιέμαι πότε χτί-

               Με πήγαιναν, στα δικά μας μαθητικά                    στηκαν και δεν το κατάλαβα

               χρόνια. Γέμιζα ευφορία κι ανεμελιά.                   Περίεργο.. Ν' ακούω τους ήχους
               Μαζί με τα αργόσυστα βήματα της                       των βημάτων και να μην ακούω

               γειτόνισσας ερχόταν πλάι μου η για-                   τους ήχους από κάποιες μάντρες
               γιά Σοφίκα και ο ήχος απ' τα τακού-                   του χρόνου

               νια, με πήγαινε στα λουστρίνια που                    Λες να επιλέγω τους ήχους;
               φόραγε η μαμά τις γιορτές.                            Μπορεί. Είναι που με τρομάζει όλη

               Θυμάσαι, που σε μιά εκδρομή μας                       αυτή η ροή  μέσα μου...
   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70