Page 61 - mag_71
P. 61
της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση
«Γιατί στέκεσαι όρθιος;» παραίνεση, κανένα παρακαλετό,
Ο βόας τον κοιτούσε. Πολλές φο- κανένα καλόπιασμα δεν έπιανε.
ρές κοιμόταν ίσιος, δίπλα του. Δεν το είπε σε κανέναν. Έκλεισε
Όπως κι αυτός. τον υπολογιστή και το τηλέφωνο.
«Σε παρακαλώ, μικρέ. Κουλουριά- Η ρουτίνα είχε διακοπεί, η θερμο-
σου πάλι. Έλα, αγκάλιασέ με!» κρασία έμοιαζε να μην είναι πια
Κάποιες φορές, όταν ο βόας του κατάλληλη και η τροφή παρέμενε
έκανε τη χάρη, ησύχαζε. Ξανάβρι- απείραχτη. Στο κρεβάτι άπλωνε το
σκε την αγκαλιά, την κατάλληλη χέρι του και χάιδευε το σώμα που
θερμοκρασία. Μα ήταν για λίγο. είχε δίπλα του, μα εκείνο έμενε
Ο βόας, εκεί μπροστά στην τηλεό- ίσιο κι ακούνητο.
ραση, μπροστά στην τραπεζαρία, Και μια βραδιά ο βόας ανταπο-
μπροστά στον καναπέ, ορθωνό- κρίθηκε. Με γνώριμες κινήσεις
ταν πάλι και πάλι. τον πλησίασε και κουλουριάστηκε
«Κατέβα κάτω! Με τρέλανες! γύρω απ’ το κορμί του. Λύτρωση. 61
Ακούς; Τι σ’ έχει πιάσει;» «Επιτέλους!» σκέφτηκε. Η αγκαλιά
Όχι, ούτε με το άγριο ο βόας συμ- έσφιγγε κι όλο έσφιγγε. Αφέθηκε.
μορφωνόταν. Ίσιωνε αναπάντεχα Η αναπνοή κόπηκε. Τα κόκκαλα
και στηνόταν μπροστά του. Καμιά έσπασαν σιγά – σιγά.