Page 60 - mag_71
P. 60

ΜΙΚΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ











               Θερμοκρασία,  φωτισμός,  καθα-                        όγκος της τροφής. Τα ποντίκια

               ριότητα. Το φαγητό ένα βάσανο,                        έγιναν κουνέλια, τα κουνέλια έγι-
               μα το έκανε με προσοχή κι όσο κι                      ναν γαλοπούλες, οι γαλοπούλες

               αν σιχαινόταν τα ποντίκια, τους                       έγιναν γουρουνόπουλα. Το τερ-

               αρουραίους και τα ωμά μπουτά-                         ράριο όλο και μίκραινε και το κρε-
               κια γαλοπούλας, ο μικρός βόας                         βάτι έγινε πια διπλό. Έγινε διπλό

               δεν στερήθηκε τίποτα και μεγάλω-                      για να χωρέσει έναν άνθρωπο κι
               νε, μάκραινε και βγήκε κι από το                      ένα μικρό βόα που είχε μεγαλώ-

               κλουβί.                                               σει.

               Παιχνιδίσματα και αγκαλιές. Κρυ-                      Κάποιες προσπάθησαν να μπουν
               φτό και κυνηγητό πάνω στο μπα-                        στο  διπλό  κρεβάτι,  αλλά  ανατρί-

               ούλο, κάτω απ’ το κρεβάτι. Κου-                       χιασαν στο άγγιγμα του βόα ανά-
               λούριασμα στον καναπέ, στα                            μεσα στα κορμιά, ανάμεσα στα

               χέρια, στα πόδια, στο λαιμό.                          πόδια, ανάμεσα στα χέρια. Τρό-

   60          «Κάτσε φρόνιμα, μικρέ!»                               μαξαν με το κρυφτό και το κυνη-
               «Πάλι εκεί κρύφτηκες, ρε μασκα-                       γητό. Δεν άντεξαν τα ποντίκια,

               ρά;»                                                  τα κουνέλια, τις γαλοπούλες. Δεν

               «Έλα, φάε το φαγητό σου!»                             βρήκαν την κατάλληλη θερμοκρα-
               «Θα σε μαλώσω, πονηρέ!»                               σία, ούτε το χώρο γι’ αυτές. Η

               «Τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;»                      αγκαλιά ήταν κατειλημμένη. Και

               Η ζωή του γέμισε λέξεις και συ-                       μάλιστα σφιχτά.
               ντροφιά. Ψώνια και ωράριο, ρύθ-                       Μοναδικοί κοινωνοί της συμβίω-

               μιση θερμοκρασίας, καθάρισμα                          σης αυτής απέμειναν οι φίλοι στο
               καθημερινό. Οι μέρες γέμισαν ση-                      φόρουμ των ιδιοκτητών ερπετών

               μαντικές λεπτομέρειες. Οι μήνες                       κι ο κτηνίατρος. Ερωτήσεις, απα-

               πέρασαν. Κι αυτός έκανε κάποιες                       ντήσεις και φιδοδέρματα μαζεμέ-
               φορές τα στραβά μάτια στις πα-                        να με προσοχή. Καμάρι.

               ραξενιές του βόα που μάκραινε το                      Το μικρό του μεγάλωνε, μέχρι που
               νόημα της ζωής του και μάκραινε                       ύψωσε το ανάστημά του. Υπήρχαν

               κι ο βόας σιγά σιγά, μέχρι που οι                     πια στιγμές που ο βόας δεν κου-

               απαιτήσεις μεγάλωσαν κι αυτές.                        λουριαζόταν, μα στεκόταν ίσιος,
               Το σημείωμα στο ψυγείο όλο και                        όρθιος απέναντί του.

               μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε κι ο                          «Τι συμβαίνει μικρέ;»
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65