Page 82 - mag_76
P. 82
ΓΡΑφοΝΤΑς μΙΑ ΙςΤοΡΙΑ της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου
ο κοτσιδάκιας
όνομα ουσιαστικό. Κανείς δεν τον «Δεν είναι πρόσφυγας. Αν ήταν θα
ρώταγε πως τον λένε. «Κάποιος», είχε άλλη αντιμετώπιση» είπε ένας
τον χαρακτήριζαν αόριστα μέχρι που άλλος. «Θα είχε ένα πιάτο φαί αλλά
πρόσεξαν το ασημένιο κοτσιδάκι, θα έχανε την ανεξαρτησία του»
που βάσταγε τα αραιά μαλλιά του συμπέρανε ένας ακόμα.
χαμηλά στο σβέρκο, και τον έβγαλαν Μια μέρα δεν φάνηκε. πήγε από
Κοτσιδάκια. Τον βόλεψε η αοριστία. συκώτι, είπαν. στον μπόγο του, κάτω
Κοιμόταν έξω από το φούρνο της απ’ το παγκάκι, βρέθηκαν άδεια
πλατείας. Ακριβώς πάνω από μπουκάλια από τσίπουρο.
τον εξαερισμό. στην αρχή. Μετά, «Έπινε;» ρώτησε κάποιος.
παραπονέθηκαν οι πρωινοί πελάτες «Άμπα» είπε ένας που ήξερε.
και η Διεύθυνση του μαγαζιού τον
μετακόμισε στο απέναντι πάρκο. «πως άμπα; Δεν γίνεται» είπε ένας
Δοκίμασε όλα τα παγκάκια και άλλος.
82 κατέληξε στο πιο σκιερό. Τη μέρα «Ε, λίγο.»
ήταν δροσερά και το βράδυ χάζευε «Λίγο, πόσο;»
τους ξενύχτηδες, για να περνάει η «Ίσα - ίσα.»
ώρα μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
Φόβο, μήπως τον κλέψουνε, δεν είχε. «Ίσα - ίσα τι;»
ο καιρός, όσο ήτανε καλός, πέρναγε «Ίσα - ίσα να μη νιώθει το κρύο.»
γρήγορα. στα πρώτα κρύα τυλίχτηκε «Τότε πήγε ευτυχισμένος. ούτε που
με όσες κουβέρτες είχε κι απάγκιο το κατάλαβε.»
δεν βρήκε. «Μπα, στο λήθαργο φώναζε για μια
«Γιατί δεν παίρνει ένα σλίπινγκ πόρτα που χτύπαγε.»
μπαγκ» ρώτησε ένα παιδί τη μάνα «ποιος να ξέρει, άραγε, τι εννοούσε;»
του. «Όταν μια ιστορία έχει κενά, η εξέλιξή
«Τόσα βγάζει από την επαιτεία» της συμπληρώνεται με πρωτοβουλία
συμπλήρωσε ένας περαστικός χωρίς των αφηγητών της» είπε ο υπάλληλος
να τους κοιτάξει. του Δήμου που συμμάζεψε τον τόπο.