Page 82 - mag_79
P. 82

μΙΚΡες ΙςΤοΡΙες                            της Μαρίας Σκουρολιάκου

                     Ψυχοσάββατα
















               μαργα και χόρταινε την άδεια του κοιλιά               «Κάμετε ορέ στην άκρη» ακούστηκε
               που ήταν και φαρδιά, πώς να γεμίσει η                 μια αντρική φωνή κι ο Μήτρος ο Φο-

               έρμη; Έτρωγε και χάιδευε απ’ ανάμε-                   νιάς κατέβαινε απ’ τη μεγάλη είσοδο
               σα την ευχαριστημένη του μπροστού-                    κραδαίνοντας έναν σουγιά με μαυρο-

               ρα. Παραγέμισε τις τσέπες και γύρισε                  μάνικη λαβή.
               να συγχωρέσει πάλι, μπουκώνοντας                      Πήγε κοντά κι άρπαξε το σκοινί που’ χε

               με  στάρι  ασταμάτητα.  Ύστερα  ήπιε  με              χωθεί στις διπλωσιές απ’ την πρησμέ-
               τη χούφτα το νερό από τη βρύση που                    νη την κοιλιά του Μάνθου.

               έτρεχε δίπλα στο κυπαρίσσι. Καθώς                     «Αγάντα, θα στο κόψω. Βόηθα, ρού-
               σηκώθηκε ένιωσε πως θα σκάσει.                        φα λιγάκι την κοιλιά μη σε κλαδέψω»,

               Προσπάθησε να λύσει το σκοινί που                     του είπε. Κατάφερε και το ‘κοψε τρίζο-
               είχε για ζωστήρα. Τίποτα. Έσφιγγε το                  ντας τις μασέλες απ’ την αγωνία μη δεν
   82          σκοινί, ο κόμπος δεν λυνόταν κι εκεί-                 προλάβει και χαθεί ο άνθρωπος.

               νος  άρχισε απεγνωσμένα  να παλεύει                   Τίναξε το σχοινί, άπλωσε το σφιγμένο

               να το κόψει δίχως αποτέλεσμα.                         κρέας του Μάνθου. Ανάσανε βαθιά κι
               «Βοηθάτε βρε παιδιά, θα σκάσω» ψέλ-                   ήρθε μεμιάς το χρώμα του. Του ρίξανε

               λισε, κόκκινος κόκκινος από την δυ-                   νερό, συνήρθε, ησύχασε κι ο γυναικό-
               σφορία και το φόβο.                                   κοσμος. Άλλη σταυροκοπιότανε, άλλη

               «Ένα σουγιά» φώναξε η Καλλιόπη του                    λαλούσε «Δόξα σοι ο Θεός» κι άλλη
               Πασά. Γυναίκες βλέπεις ήτανε πολ-                     ψιθύριζε. «Τι ήταν τούτο σήμερα; Και-

               λές, μα άντρες σπάνια ερχόντουσαν σ’                  νούργιο σχώριο παρά τρίχα θα ζυμώ-
               αυτές τις λειτουργίες. Η μια στην άλλη                ναμε».

               φώναζαν, έγινε σαματάς.                               Ο Μάνθος ανακουφισμένος, κατάφερε
               «Ο άνθρωπος μωρέ θα σκάσει. Φέρ-                      πια να μιλήσει ύστερα απ’ το κακό που

                                                        1
               τε ένα σουγιά ή έστω έναν χαλό , ένα                  έπαθε. Κοιτάζοντας τον ουρανό, έλεγε
               κλαδευτήρι. Τίποτα δεν λάζει ;»                       και ξανάλεγε:
                                                   2
               Άφριζε ο Μάνθος. Γύρισαν τα μάτια του,                «Θεός σχωρέσ’ τον που ‘χε το σουγιά κι
               ο ιδρώτας έτρεχε κόμπους χοντρούς                     ανάθεμα το σχώριο».

               στο ξαναμμένο πρόσωπο. Η ανάσα του
               βαριά. Το βλέμμα του απελπισμένο

               έψαχνε το πλήθος που είχε πυκνώσει                    1 Χαλός: Κοπτικό εργαλείο
               γύρω του.                                             2 Λάζει: Υπάρχει
   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86   87