Page 81 - mag_79
P. 81

της Μαρίας Σκουρολιάκου











               Η μάνα έφτιαξε τα κόλλυβα. Ζύμωσε                     χοσάββατο. Ψίθυροι, πηγαδάκια, σχό-

               και τα παξιμάδια, να φάνε οι ψυχές να                 λια. Για τον παπά, για τα ψυχούδια, για
               μην πεινάνε μνήμη. Το εξέταζε πολύ                    τις απουσίες. Σιγά κι αθόρυβα γέμισε ο

               γιατί κάθε που αργούσε να τους δώσει,                 περίβολος με πρόσωπα απ’ τα παρα-
               ερχόντουσαν, λέει, στον ύπνο της και                  χωριά. Ήξεραν τέτοιες ώρες πως θα

               ζήταγαν ψωμί. Τ’ άλλο πρωί ανάστατη                   καταφθάσουν για να χορτάσουνε ψωμί
               μονολογούσε.                                          και στάρι. Δίσεκτα χρόνια κείνα και η

               «Γυρεύανε απόψε πάλι».                                ανέχεια θέριζε. Άλλοι χόρταιναν εκει-
               Έκοψε από τα παλιά τετράδια ένα χαρ-                  δά, άλλοι τα παίρνανε στα σπίτια, κόβο-

               τί. Έκανε τον σταυρό ψηλά κι άρχιζε η                 ντας απ’ το μονοπάτι στο βουνό μέχρι
               παρέλαση των ονομάτων, με σεβαστή                     τον τόπο τους.

               σειρά. Μ’ έβαλε να γράψω τους γο-                     Ο Μάνθος της Γιωργούς απ’ τη Ραχού-
               νιούς. Πρώτα τους άνδρες.                             λα, θεριό ως εκεί πάνω, περίμενε στην

               «Αϊ κι η ξαδέρφη και η θειά που δεν                   άκρη να τελειώσουν οι ψαλμοί. Ν’ αρ-
               τους μελετάει κανένας», είπε. «Δεν                    χίσει το συχώριο. Τα μάτια του γεμίσα-

               πήγανε ποτέ οι αχαΐρευτοι ν’ ανάψου-                  νε ψυχούδια νόστιμα και το σιτάρι να                       81
               νε καντήλι, μήτε τρισάγιο έκαμαν. Βάλε                μοσκοβολάει ρόδι, καρύδια, αμύγδαλα

               και την Ασήμω και τον Γιάννη. Τον                     και ζάχαρη πού ‘χε αποστάξει όλη της
               μπάρμπα Θόδωρο μπροστά. Διάβασ’                       τη γλύκα.

               τα πάλι να τ’ ακούσω».                                Σαν άρχισε η μοιρασιά, το καραβάνι
               Γέμισε το μικρό πανέρι με τ’ αφράτα                   πέρναγε και γέμιζαν τα χέρια. Άκουγες

               παξιμάδια. Το σκέπασε με το λευκό                     έναν ήχο χαμηλό που άπλωνε σαν θυ-
               σεμέν, τα πήγε ο πατέρας μέχρι το κοι-                μιατό στα μνήματα.

               μητήριο κι εκείνη, τα στοίχισε πλάι στο               «Θεός σχωρέσ’ τους, ας είναι συχωρε-
               σωρό. Άσπρισε το τσιμέντο στο μικρό                   μένοι, θεός σχωρέσ’ τους».

                                                                     Κοιτούσανε την άσπρη πολιτεία των
               ξωκλήσι της Κεριάς. Στο χάλκινο δο-
 Ψυχοσάββατα   χείο με την άμμο μέσα, κεράκια μπή-                   μαρμάρων, με την πατίνα του καιρού

                                                                     στα μπρούτζινα καντήλια και τις φω-
               γονταν και αμέσως, πριν να προλάβει
               η φλόγα να σταθεί, τα άρπαζε γοργά η

                                                                     νούσαν τα κεφάλια πέρα δώθε στο
               εκκλησάρισσα κι άναβε τα καινούρ-                     τογραφίες που έγνεφαν σιωπή. Κου-
               για. Πού να τελειώσουν! Πολλές ψυ-                    γιατί κάθε παράκαιρου χαμού. Τα μά-

               χές. Έδωσε το χαρτί στον παπά- Σπύρο                  τια βούρκωναν. Αλλού ερμήνευαν συ-
               παρέα με το κέρμα. Δίχως αυτό ούτε                    γκαταβατικά.

               ψαλμός μήτε και προσκλητήριο.                         «Πλήρως ο κύκλος, καλά πήγε».
               Όλα τα σπίτια ήταν στην Κεριά το Ψυ-                  Ο Μάνθος έτρωγε ψωμί και στάρι λαί-
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86