Page 81 - mag_99
P. 81

του Κωστή A. Μακρή











                                 O Λέοντας















               Αρχές καλοκαιριού τον φώναζε η για-                   πνήσει πολύ πρωί, να πίνει, να κλαί-
               γιά μου.                                              ει, να γελάει και να τραγουδάει και να

               Μας έπαιρνε κι εμάς μαζί της, αν εί-                  παραμιλάει κοιτάζοντας μακριά.

               χαν κλείσει τα σχολεία.                               Γυμνός από τη μέση και πάνω, πιο κο-
               Για σκαψίματα, κλαδέματα, κουβαλή-                    ντός απ’ τη γιαγιά μου που ήταν πολύ

               ματα, ασπρίσματα, χαμαλοδουλειές                      κοντή ―αλλά αυτό το έμαθα αργότε-

               και καθάρισμα στο οικόπεδο που                        ρα γιατί τότε εγώ ήμουνα ο πιο κοντός
               ήταν το «εξοχικό» της και πηγαίναμε                   απ’ όλους―, αδύνατος, κυρτός, μυώ-

               κι εμείς τα εγγόνια της μερικές εβδο-                 δης και σχεδόν εντελώς φαφούτης.                           81

               μάδες τα καλοκαίρια.                                  Όταν έκανε  διάλειμμα,  η  γιαγιά  μου
               Μερικές φορές, όταν δεν τέλειωνε η                    του έφτιαχνε κολατσιό· ψωμί φρέσκο,

               δουλειά σε μια μέρα, εκείνος κοιμό-                   ντοματοσαλάτα με μπόλικο λάδι, τυρί
               ταν στο μικρό δωμάτιο στη βορειοδυ-                   φέτα, ελιές. Έβαζε τα πιάτα πάνω σ’

               τική γωνιά τού οικοπέδου.                             ένα σ’ ένα παλιό στρογγυλό σιδερένιο

               Ξυπνούσε νωρίς το πρωί, έπινε δυο                     τραπεζάκι,βαμμένο σκούρο πράσινο,
               νεροπότηρα ούζο από την μεγάλη                        και καθόταν μαζί του με μια εξοικείω-

               μπουκάλα που του έδινε η γιαγιά μου                   ση και τόλμη ακατανόητη για μένα. Τα
               και ξεκινούσε με την τσάπα, τον κα-                   μεσημέρια τρώγαμε όλοι μαζί αλλά

               σμά, το φτυάρι, το πριόνι, το κλαδευ-                 τότε εκείνος έβαζε ένα πουκάμισο

               τήρι, την τσουγκράνα. Μάζευε ό,τι                     και δεν έλεγε πολλά. Κοιτούσε με λίγο
               ήταν να μαζέψει και τα κουβαλούσε                     τρόμο την γιαγιά μου, μην τυχόν και

               σε κάτι βαρέλια σκουπιδιών, έξω από                   ειπωθεί καμιά κουβέντα που δεν θα

               το οικόπεδο, μ’ ένα σιδερένιο μονό-                   ταίριαζε με εμάς, τα παιδιά, που τρώ-
               τροχο καρότσι κήπου που καμιά φορά                    γαμε μαζί τους.

               το παίρναμε κι εμείς, ο μεγαλύτερος                   Όταν ήταν οι δυό τους, η γιαγιά μου κι

               αδερφός μου κι εγώ, και παίζαμε.                      εκείνος, μιλούσαν για τα παλιά. Κάτι
               Τον είχα δει μια φορά, που είχα ξυ-                   για τον πόλεμο λέγανε, για την κατο-
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86