Page 64 - magazine_84
P. 64
εΝΑΣ μπΑμπήΣ
Η δεύτερη δόση
επόμενο απόγευμα όμως που ξαναπήγα «Πάω να σου φέρω τα λεπίδια που πα-
στον καφενέ, με τη μάσκα στο στόμα και ρήγγειλες και θα συνεχίσουμε την κου-
το άγχος στην καρδιά, δεν μπόρεσα να βέντα. Τυρί θες; Το φτιάχνει ένας τσο-
μην τον ρωτήσω αν φοβόταν αυτόν τον μπάνης εδώ πιο πάνω. Θα σου φέρω, να
καινούργιο διάολο, τον κορονοϊό. δοκιμάσεις.»
Ο μπάρμπα Στρατής έφερε ένα περιποι- Γύρισε με το δίσκο φορτωμένο μυρω-
ημένο ταμπουλέ γι’ αρχή κι ένα μισόκιλο διές.
με λευκό βιολογικό κρασί, διαμάντι σου «Άκου να δεις κι εγώ νέος ήμουνα όταν
λέω, το έπινες με μια ανάσα για ξεδί- πήρα την απόφαση να γυρίσω στο χωριό.
ψασμα κι ούτε που καταλάβαινες πως Ήρθα για μια κηδεία κι έμεινα. Πήρα αυ-
έπινες κρασί. Ύστερα στάθηκε στην πρε- τόν τον καφενέ, τον ανάστησα, φύτεψα τα
πούμενη απόσταση και μου είπε χαμογε- λαχανικά μου στον κήπο μου, πήρα δυο
λώντας. τρεις κοτούλες, δυο αρνάκια. Γιατί λες;»
«Για τον μόνο ιό που ανησυχώ είναι για Τον κοίταξα άλαλος και μπουκωμένος.
τον υιό μου και τον υιό του υιού μου. «Για την ομορφιά, μόνο γι’ αυτήν.»
64 Κοίτα γύρω σου, όλα η φύση μας τα δίνει Δεν καταλάβαινα γρι. Ο καφετζής πήρε
απλόχερα. Τους καρπούς, το κρέας, το μια βαθιά ανάσα ανοίγοντας τα χέρια του
ψάρι, το κρασί που πίνεις. Τι μας ζητά γι’ προς στην καρδιά του δέντρου, σα να
αντάλλαγμα; Μια φροντίδα. Κι εμείς τι κά- αντλούσε δύναμη απ’ αυτό και συνέχισε.
νουμε; Μόλις μαλλιάσει το απ’ αυτό μας, «Η ζωή Μπάμπη μου είναι μόνο μια ανά-
βιαζόμαστε να φύγουμε απ’ τη φύση, σα. Στο χέρι μας είναι αν θα την παίρ-
να πάμε στη μεγάλη πόλη. Τι φτιάνουμε νουμε αυτή την ανάσα στη φύση ή στο
εκεί; Τρέχουμε απ’ το πρωί ως το βράδυ, καυσαέριο. Στο χέρι μας είναι αν αυτή η
αγχωνόμαστε, σεκλετιζόμαστε, σκοτω- ανάσα θα είναι όμορφη, χρωματιστή, με
νόμαστε στην κυριολεξία, γιατί; Για να γί- μυρωδιές και με γέψεις αληθινές. Όλα τα
νουμε κάποιοι. Ποιοι; Έμαθες; Εγώ μέχρι άλλα είναι λόγια του αγέρα. Άμα θες να
τώρα, είμαι κοντά 65 δεν έμαθα.» κάνεις προκοπή την κάνεις και στο χω-
Δειλά, νιώθοντας από πριν ότι θα πω κο- ριό. Μεγάλωσα τα παιδιά μου, τα σπού-
τσάνα, θέλησα να υπερασπιστώ τη ζωή δασα, τα μόρφωσα και τώρα τι; Κάθονται
στην πόλη. μέσα στο σπίτι τους στην μεγάλη πόλη και
«Έχει κι η πόλη τα καλά της, ιδιαίτερα για δεν τολμούν να βγούνε απ’ την πόρτα μην
τους νέους.» αρρωστήσουν, μην τους κλέψουν, μην
Με κοίταξε κρυμμένος πίσω απ’ τη λευ- τους σκοτώσουν. Άρχισε ο άνθρωπος
κή του μάσκα. Δεν έβλεπα χείλια, τα μά- να εχτρεύεται τον άνθρωπο, να σκοτώνει
τια του όμως γελούσαν. τον άνθρωπο, να κυνηγάει τον άνθρωπο.