Page 55 - mag_123
P. 55

της Mιμίκας Μαντά











               που αναδυόταν μέσα από ένα τρα-                       γουδάει, που την είδαν να στολίζει
               γούδι της μάνας και ένα φιόγκο στα                    ένα παιδί με φιόγκους.

               μαλλιά- δε μπόρεσε να αναπαρα-                        Ήταν σαν να είχε χτίσει με το πέρα-
               χθεί από κανένα σταθερό σπίτι, όσο                    σμά της έναν αόρατο τόπο όπου άν-

               καλοφτιαγμένο και αν ήταν.                            θρωποι ξεχνούσαν τα βάσανά τους

               Τότε  κατάλαβα  πως  το  «σπίτι»  δεν                 κι έβρισκαν καταφύγιο
               είναι απλώς μια  γεωγραφική στα-                      Τώρα πια, κοιτάζω τα δωμάτια, λι-

               θερά. Δεν είναι η διεύθυνση που                       γότερο σαν χώρους και περισσότε-

               γράφεις σε ένα φάκελο. Το σπίτι,                      ρο σαν κεφάλαια. Το κρεβάτι, ο κα-
               για μένα, ήταν μια στερεή πραγμα-                     ναπές, τα παράθυρα δεν είναι παρά

               τικότητα που ενώνει χρόνο και αγνή                    αντικείμενα. Το σπίτι , που αναζητώ
               φροντίδα. Ήταν οι κινήσεις που γί-                    επίμονα, είναι μικρό και απλό. Είναι

               νονταν για μένα χωρίς να ρωτήσω,                      η αίσθηση ότι κάποιος σε παίρνει
               οι μικρές τελετουργίες που έδεναν                     στην αγκαλιά του όταν φοβάσαι, ότι

               τις μέρες, και κυρίως ήταν η αίσθη-                   κάποιος σου βάζει φιόγκους όταν

               ση ότι υπάρχεις και κάποιος σε νοι-                   νιώθεις ότι χάνεσαι, ότι κάποιος σου                       55
               ώθει. Η αίσθηση πως σ' αγαπούν                        τραγουδάει χαμηλόφωνα για να ξα-

               και το ίδιο αγαπάς κι εσύ. Οι πόλεις                  ναγίνεις παιδί. Είναι το βλέμμα που
               μπορεί να προσφέρουν σπίτια, αλλά                     δεν φεύγει όταν αλλάζουν οι πόλεις.

               πόσες μπορούν να δώσουν  βλέμμα                       Γι’ αυτό οι λέξεις έχουν βάρος.
               αγάπης;                                               «Μπουλούκι» για κάποιους ήταν

               Η μάνα μου έφυγε μια νύχτα, που                       ντροπή. Για μένα ήταν σπίτι. Και το

               θύμιζε θεατρική σκηνή. Η σιγή της                     σπίτι δεν είναι μόνο οι τοίχοι. Είναι
               ήταν τόσο απότομη όσο το κατέβα-                      άνθρωποι που ξέρουν τις αδυναμίες

               σμα της κουρτίνας μετά την τελευ-                     σου και τις κάνουν φωλιά. Είναι φω-

               ταία παράσταση. Όταν ήρθε η ώρα                       νές που γίνονται χαλί να πατάς. Είναι
               της ταφής, κάθετες γραμμές  δρό-                      λόγια, που δεν ξεχνιούνται. Όπου

               μων με χώρισαν από τις πόλεις μας.                    και αν πάω, θα κουβαλάω μέσα μου
               Στον αποχαιρετισμό, όμως, δεν μα-                     την αγκαλιά της μάνας μου σαν απο-

               ζεύτηκαν μόνο οι φίλοι της. Ήρθαν                     σκευή, και κάθε φορά που θα νιώ-
               άνθρωποι που  την είχαν γνωρίσει                      θω να χάνομαι ανάμεσα σε κουτιά

               σε μικρές πλατείες, σε καμαρίνια                      και πόρτες, θα ψάχνω μέσα μου το

               και σε εξωτερικές σκηνές. Ήρθαν                       τραγούδι που με νανούριζε. Εκεί, θα
               άνθρωποι που την άκουσαν να τρα-                      βρίσκω πάντα το σπίτι μου.
   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60