Page 53 - mag_123
P. 53

της Mιμίκας Μαντά











               ήχους από τις κουβέντες τους και τα                   κοσμήματα που έλαμπαν  στον ήλιο,
               γέλια τους                                            μου φαινόταν θεά. Η ασφάλειά μου,

               Οι πόρτες αυτών των διαφορετικών                      η πηγή αγάπης κι ο κόσμος ταυτό-

               σπιτιών, άνοιγαν σε πλατείες που δε                   χρονα.

               γνώριζα και σε δρόμους που έμοια-                     Ο χρόνος περνούσε, μεγάλωνα  κι
               ζαν με χάρτες.                                        άρχισα να νιώθω τη βαρύτητα των

               Με έπαιρναν μαζί τους στις πρόβες                     μετακινήσεων. Οι φίλες που άφηνα

               κι εγώ χαιρόμουν, γιατί -όπως μου                     πίσω μου ρίζωναν, έφτιαχναν σπί-
               είχαν πει- «γνώριζα όλο τον κόσμο».                   τια με διευθύνσεις αληθινές, με τη
               Έμαθα να μετράω το χρόνο από τις                      μυρωδιά του ψωμιού που φτιάχνε-

               νύχτες πριν την πρεμιέρα και από τις                  ται κάθε μέρα στο ίδιο φούρνο. Εγώ

               μέρες των ξηλωμάτων. Έτσι η ζωή                       μετακόμιζα από πόλη σε πόλη όπως
               μου είχε πρόσωπο φωτισμένο από                        τα αντικείμενα σε μια σκηνή αλλά-

               προβολέα, είχε ψιθύρους στα καμα-                     ζουν  θέση. Ήμουν η ίδια φιγούρα σε
               ρίνια  και γέλια πίσω από τις κουρ-                   διαφορετικό φόντο. Δεν ήξερα πόσο                          53

               τίνες. Ποτέ δεν φοβήθηκα τα και-                      σημαντική είναι η έννοια «του σπι-
               νούργια δωμάτια . Για μένα ήταν όλα                   τιού»

               σκηνικά, όπου μπορούσα να παίξω                       Τι θα πει να έχεις σπίτι που σε περι-

               τον εαυτό μου με άλλες μάσκες.                        μένει όταν γυρνάς; Ποια θεμελιώδη
               Όμως, καθώς μεγάλωνα με πείραζε                       πράγματα χτίζουν αυτό το περίβλημα

               που έχανα τις φιλίες που τύχαινε να                   που λέγεται «σπίτι»; Είναι οι τοίχοι;

               κάνω σε κάθε πόλη. Το νηπιαγωγείο                     Οι άνθρωποι μέσα τους; Οι μυρω-
               ενός τόπου και η αυλή του επόμενου                    διές; Οι συνήθειες; Ή μήπως είναι

               απέχουν τόσο όσο μια κουρτίνα, μου                    κάτι πιο αόρατο, σαν συναισθηματι-
               έλεγαν, κι εγώ πέρναγα από τη μία                     κός τόπος που δεν κατοικείται από

               σκηνή  στην  άλλη.  Στην  αρχή  αυτό                  καρφιά και τσιμέντο αλλά από χρό-
               ήταν παιχνίδι. Περιπέτεια. Κάθε παι-                  νους, από συνέχειες;

               δί που γνώριζα γινόταν σύντροφος                      Και οι άλλοι λέγανε, φωνή που θέ-
               σε ένα παιχνίδι που κράταγε μέχρι το                  λει να σημαδέψει: «Αα! Εσύ; Η κόρη

               τέλος των παραστάσεων στην πόλη.                      των μπουλουξήδων;» Καταλάβαινα
               Έμαθα να μοιράζομαι εύκολα τα λίγα                    πως το έλεγαν με περιφρόνηση, σαν

               παιχνίδια μου, τα γλυκά που μού ‘δι-                  να ήταν ταμπέλα, που κρεμόταν στο

               ναν και τα μυστικά μου. Η μάνα μου,                   ρούχο μου και το βάραινε. Για τους
               με τις κορδέλες στα μαλλιά και τα                     περισσότερους, «μπουλούκι» ήταν
   48   49   50   51   52   53   54   55   56   57   58