Page 54 - mag_123
P. 54

micro STORIES

                                Κόρη


                   μπουλουξήδων




               λέξη που κουβαλούσε σκόνη και πε-                     λούκι» λες και ήταν μειωτικό, εκείνη
               ριθώριο, ήταν η ζωή στους δρόμους.                    με έκανε να δω μια άλλη λέξη: «σπί-

               Οι νύχτες στο θέατρο, ήταν ύποπτες.                   τι». Το έκανε με τρόπο απλό, γνήσιο.
               Ήταν επιτακτικές ώρες επιβίωσης.                      Με ένα φιλί, με ένα χάδι. Η με ένα

               Κι  εγώ  αντιλαμβανόμουν  σταδιακά                    τραγούδι, που μού ψιθύριζε στο αυτί

               πως τέτοιες λέξεις άνοιγαν χάσμα,                     καθώς με νανούριζε μες στο φορ-
               με τα άλλα παιδιά που έμεναν σ’ ένα                   τηγό, όταν ξημερώματα φεύγαμε

               σταθερό τόπο.                                         για την επόμενη πόλη. Η φωνή της

               Με πονούσε αυτό. Δεν ήταν η «ντρο-                    ήταν το πρώτο σπίτι που θυμάμαι. Η
               πή» που με πλάκωνε. Ήταν το αί-                       αγκαλιά της ήταν ο πρώτος χάρτης.

               σθημα, του να μην ανήκεις κάπου.                      Τα χρόνια προχώρησαν. Έμαθα ένα
               Του να σε θεωρούν παντού ξένο. Οι                     επάγγελμα, βρήκα δουλειά σε πό-

               σχέσεις έμεναν επιφανειακές, και οι                   λεις που ούτε οι γονείς μου δεν ήξε-
               αποχαιρετισμοί άρχισαν να με στοι-                    ραν πριν. Δεν ακολουθούσα πια τα

               χειώνουν με την επίμονη επανάλη-                      μονοπάτια του μπουλουκιού.
   54
               ψή τους. Κι όμως —όταν η μάνα με                      Πήρα άντρα με δουλειά σε μια στα-
               έπαιρνε στην αγκαλιά της, όλα αυτά                    θερή πόλη, με ένα σπίτι που δεν άλ-

               εξαφανίζονταν. Μου φορούσε φιό-                       λαζε  ταχυδρομική  διεύθυνση.  Ένα
               γκους στα μαλλιά, με στόλιζε με ένα                   σπίτι τετράγωνο, με γλάστρες στην

               μικρό κολιέ, και με έβαζε να στα-                     αυλή και ρολόι στον τοίχο. Και πα-
               θώ μπροστά στον καθρέφτη. «Κοι-                       ρότι η ρουτίνα του μου έδωσε ασφά-

               τάξου», μου έλεγε, κι ο καθρέφτης                     λεια, κάτι έλειπε.

               αντανακλούσε ένα παιδί που είχε                       Με τα χρόνια, μετακόμιζα. Κάθε νέο
               μέσα του άπειρες πόλεις και μια μη-                   σπίτι είχε διαφορετική μυρωδιά.

               τρική φωνή σαν θάλασσα. «Μόνο                         Άλλο μου άρεσε περισσότερο, άλλο
               εσύ έχεις αυτά το στολίδια», με δια-                  λιγότερο. Έμαθα να βάζω φωτογρα-

               βεβαίωνε, και κάθε πόνος  έφευγε.                     φίες στους τοίχους και να κρεμάω

               Δεν ήταν απλώς οι στολές ή τα κο-                     κουρτίνες που να μη θυμίζουν ποτέ
               σμήματα. Ήταν το βλέμμα της. Εκεί-                    τα κουρτινόξυλα των σκηνικών που

               νες τις στιγμές, η μάνα μου, δεν                      κάποτε γνώριζα. Οι φίλοι έρχονταν,
               προσπαθούσε  να μου κρύψει την                        οι  γνωριμίες  μεγάλωναν.  Όμως

               αλήθεια. Ήταν αληθινή, δική μου.                      ένιωθα συνέχεια μια παράξενη

               Μου έδινε αγάπη. Ενώ οι άλλοι ονο-                    απουσία. Η ποιότητα της ασφάλειας
               μάτιζαν το επάγγελμά της «μπου-                       που είχα όταν ήμουν μικρή -εκείνη
   49   50   51   52   53   54   55   56   57   58   59