Page 52 - mag 122
P. 52

micro STORIES


                                             Ε
                      ΕΚΤΟ ΙΣΜ ΝΗ
                                  Π




               Τα αεροπλάνα περνούσαν όλο και                        Η πόλη σείστηκε.  Ένας άνθρωπος

               πιο συχνά, σειρήνες μας ξέσκιζαν τ’                   έπεσε δίπλα μου ακίνητος.
               αυτιά.                                                -  Μαμά, κοιμάται;

               Η μαμά είπε πως θα παίζαμε «κρυ-                      Με τράβηξε μακριά, χωρίς λέξη.

               φτό». Πηγαίναμε σε υπόγεια που τα                     Ένα βράδυ ο πατέρας γύρισε πανι-
               έλεγαν καταφύγια.                                     κόβλητος.

               Μύριζαν μούχλα και ιδρώτα. Μωρά                       -  Εκτοπισμός! Μαζέψτε τα απαραί-

               έκλαιγαν, γυναίκες ψιθύριζαν προ-                        τητα. Φεύγουμε απόψε!
               σευχές, άντρες σιωπηλοί σαν πέ-                       -  Για πού; ρώτησε η γιαγιά.

               τρες.                                                 -  Δεν έχει «για πού». Θα δούμε.

               -  Μαμά, γιατί κατεβαίνουμε;                             Πρέπει να φύγουμε.
               -  Για να μη μας βρουν.                               -  Μαμά, τι σημαίνει εκτοπισμός;


               -  Ποιος;                                             -  Σημαίνει πως δεν έχουμε πια σπί-
               Δεν απάντησε.                                            τι, ούτε μοίρα εδώ, ψιθύρισε.
   52          Ένα παιδί ρώτησε:


               -  Αν βγούμε, θα πεθάνουμε;

               Κι  έτσι  το  αγαπημένο  μου  κρυφτό                                   Η πορεία

               έγινε τρόμος.                                         Ξεκινήσαμε. Ένα καραβάνι από χι-

               Σιγά σιγά τελείωσαν τα φαγητά. Το                     λιάδες ανθρώπους. Βουβές κραυ-
               ψωμί μοιραζόταν σε μικρά κομμά-                       γές και λυγμοί μαζί.

               τια, το νερό σε μικρές κούπες.                        Ξυπόλυτα παιδιά μάτωναν στις πέ-

               -  Μαμά, πεινάω.                                      τρες. Μάνες κουβαλούσαν δυο παι-

               -  Κράτα λίγο, καρδιά μου.                            διά στους  ώμους. Άντρες έσπρω-
               -  Πόσο λίγο;                                         χναν καρότσια με κουβέρτες.

               Κανείς δεν ήξερε.                                     Έβρεξε. Η λάσπη μάς τύλιξε ως το

               Έβλεπα μανάδες να μοιράζουν το τε-                    κόκαλο. Το βράδυ ξαπλώναμε στο

               λευταίο τους κομμάτι τυρί στα παιδιά                  χώμα βρεγμένοι. Ένα μωρό έκλαιγε

               άλλων. Παππούδες έδιναν το νερό                       όλη νύχτα ώσπου σώπασε ξαφνικά.
               τους σε ξένα μωρά. Κι εγώ έκλαιγα                     -  Κοιμήθηκε; ρώτησα.

               μόνη μου, χωρίς να το δείξω. Είχα                     Η μάνα του έκλαιγε σιωπηλά.
               καταλάβει:  γινόταν πόλεμος.                          Το νερό τελείωσε. Καβγάδες ξέσπα-

               Μια μέρα περπατούσαμε με τη μαμά.                     σαν για μια φιάλη.
   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56   57