Page 51 - mag 122
P. 51

της Mιμίκας Μαντά











               Το σπίτι μας ήταν μικρό, μα για μένα                  έψαχναν με τα χέρια στα χαλάσματα,
               ήταν παλάτι. Μοσχοβολούσε από τα                      έσκαβαν με νύχια, φώναζαν ονόμα-

               φαγητά της μαμάς κι ο κήπος ήταν                      τα και πνίγονταν στον καπνό.
               γεμάτος βασιλικό, δυόσμο και λου-                     Σ’ ένα από εκείνα τα σπίτια έμενε η

               λούδια. Ζούσα με τους γονείς και τα                   Σάρα.
               αδέλφια μου. Τους θυμάμαι να γε-                      -  Η Σάρα; ρώτησα.

               λούν  δυνατά,  να  μαλώνουν,  να  με                  Η μαμά με αγκάλιασε τόσο σφιχτά
 ΕΚΤΟ ΙΣΜΕ ΝΗ  Θυμάμαι και το κουδούνι του σχο-                      Από τότε κάθε μέρα κι ένα κομμάτι
               παίρνουν αγκαλιά.
                                                                     που πόνεσα.


               λείου, τον φούρναρη που τραγου-
                                                                     της ζωής μας εξαφανιζόταν.
 Π
               δούσε πάντα φάλτσα, τα παιδιά που
                                                                     Το σχολείο είχε σπασμένα τζάμια, ο
               φώναζαν στο δρόμο.
                                                                     πίνακας ήταν σκισμένος. Στο πάρκο
               Το πρωί έτρεχα να προλάβω το μά-
               θημα, με την τσάντα να χοροπηδά-
                                                                     στραβές.
               ει στην πλάτη μου. Στο διάλειμμα η
                                                                     -  Μαμά, πού θα παίζουμε τώρα;
               Σάρα με έβρισκε πάντα στο κρυφτό                      οι κούνιες κρέμονταν σπασμένες,                            51

               κι εγώ στενοχωριόμουν, μα γελού-                      Δεν μίλησε.
               σαμε. Οι κούνιες πετούσαν ψηλά, κι                    Στους δρόμους καίγονταν σπίτια. Η

               ένιωθα πως πετούσα πάνω από όλη                       μυρωδιά του καμένου έπνιγε την
               την πόλη. Όλα αυτά ήταν η ζωή μου.                    πόλη και δεν υπήρχε πια ψωμί, ούτε

               Και πίστευα πως θα κρατήσουν για                      τραγούδια.
               πάντα. Γιατί να αλλάξουν;                             Φίλοι, γείτονες, συγγενείς εξαφα-

               Ένα  βράδυ,  ακούστηκαν  βροντές                      νίζονταν. Κανείς δεν ξαναγύριζε.

               που  δεν έμοιαζαν  με  τις άλλες.  Τα                 Μόνο ερείπια έμεναν στη θέση τους.
               τζάμια έτριξαν, το σπίτι έτρεμε. Πε-                  Η δασκάλα μας είχε πει πως ο πό-

               τάχτηκα από το κρεβάτι.                               λεμος κάνει τους ανθρώπους θηρία.

               -  Μαμά, τι είναι;                                    Τότε γέλασα γιατί νόμιζα πως ήταν
               -  Αεροπλάνα, παιδί μου. Ταξιδεύ-                     παραμύθι. Μα δεν ήταν.

                  ουν. Κοιμήσου.                                     Η κυρά-Νάσια  ούρλιαζε στη  μέση

               Μα η φωνή της έτρεμε πιο πολύ κι                      του δρόμου:
               από τα τζάμια.                                        -  Ο γιος μου! Πού είναι ο γιος μου;

               Το άλλο πρωί πήγαμε μαζί στο σχο-                     -  Έφυγε χωρίς να το πει; ρώτησα

               λείο. Δυο δρόμους πιο κάτω τα σπί-                       τον πατέρα.
               τια είχαν  γίνει σκόνη. Άνθρωποι                      Γύρισε αλλού το κεφάλι.
   46   47   48   49   50   51   52   53   54   55   56