Page 71 - mag_117
P. 71

της Mιμίκας Μαντά











               Από εκείνη τη μέρα, ο Νικόλας                         Στο κελί του, ο Ορέστης πάλευε

               κατάλαβε  πως  ο  κόσμος  δεν  ήταν                   να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα.
               δίκαιος. Και όσο μεγάλωνε, τόσο                       Ο Ανδρέας Στεργίου, ο δικηγόρος
               περισσότερο το συνειδητοποιούσε.                      του, ήταν ένας από τους λίγους που

               Από το κασκόλ της παιδικής του                        πίστεψαν στην αθωότητά του. Με

               ηλικίας μέχρι την απάτη που ανα-                      πείσμα και αφοσίωση, ο Ανδρέας
               κάλυψε στη δουλειά του, η αδικία                      έψαξε για αποδείξεις, αγνόησε τις

               ήταν μια μόνιμη συντροφιά.                            απειλές και πολέμησε εναντίον ενός

               Ο Ορέστης, ένας ταπεινός λογιστής,                    πανίσχυρου συστήματος. Όμως, οι

               είχε βρεθεί στο στόχαστρο ενός                        δυνάμεις που πολεμούσε ήταν με-
               μηχανισμού διαφθοράς. Ένα καλά                        γαλύτερες από εκείνον. Όταν ένας

               στημένο δίκτυο τον είχε επιλέ-                        θαρραλέος δημοσιογράφος αποκά-
               ξει ως τον ιδανικό αποδιοπομπαίο                      λυψε την αλήθεια, κάποιοι ισχυροί

               τράγο. Τα μέσα ενημέρωσης, διψα-                      φρόντισαν να θάψουν τα στοιχεία.
               σμένα για δράματα, τον είχαν ήδη                      Και ο Ορέστης παρέμεινε στη φυ-                            71

               καταδικάσει πριν το δικαστήριο πει                    λακή.
               την τελευταία του λέξη. Η κοινωνία                    Ο Νικόλας, από την άλλη, ζούσε

               ζητούσε έναν ένοχο και τον βρήκε                      μέσα στις σκιές των δικών του απο-
               στο πρόσωπό του.                                      φάσεων. Κάθε στιγμή που μπορού-


               Από την άλλη, ο Νικόλας πέρασε                        σε να υψώσει τη φωνή του και δεν
               μια ζωή γεμάτη ήττες. Είδε συμμα-                     το έκανε, βάζοντας ακόμα μια πέτρα

               θητές του να κακοποιούνται, συ-                       στο τείχος της αδικίας. Ένα απόγευ-
               νεργάτες  του  να  εκμεταλλεύονται                    μα, καθώς κοιτούσε τη γυναίκα του,

               αδυναμίες και πάντα επέλεγε τη σι-                    ψιθύρισε: “Όταν όλοι σωπαίνουμε,

               ωπή. Η σιωπή ήταν η ασπίδα του,                       τίποτα δεν αλλάζει.” Τα μάτια του
               μια άμυνα απέναντι σε έναν κόσμο                      είχαν γεμίσει δάκρυα.
               που δεν συγχωρούσε τους τολμη-                        Ήξερε ότι η δική του σιωπή ήταν

               ρούς. “Μην ανακατεύεσαι, έχεις                        εξίσου ένοχη με τη δράση εκείνων

               οικογένεια να θρέψεις,” του είχαν                     που αδικούσαν.
               πει κάποτε οι συνάδελφοί του. Και
               εκείνος υπάκουσε. Έσκυψε το κε-                       Οι ζωές των δύο ανδρών δεν δια-

               φάλι και συνέχισε. Αλλά κάθε φορά                     σταυρώθηκαν ποτέ. Κι όμως, ήταν

               που το έκανε, ένα κομμάτι του χά-                     δεμένες με μια αόρατη κλωστή. Ο
               νονταν.                                               Ορέστης πάλευε να αποδείξει την
   66   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76