Page 21 - mag_112_new
P. 21

του Μαυροειδή Μαυροειδόπουλου






               μπαρώσουν απ’ έξω, κι εξαφανίστηκαν                   βραδιάτικα;» «Ωχ, τι ζητάς τώρα; Άσε με

               μέσα στο σκοτάδι. Αλλά ο ένας ξέχασε                  ήσυχο».

               το σακί που κρατούσε για να χρησιμο-                         Έτρεξε με κομμένα από τον φόβο
               ποιήσει ως  εφεδρικό, εάν η  λεία  τους               γόνατα να βρει τον συνεργάτη του. Του

               αποδεικνυόταν μεγαλύτερη. Αν και όχι                  εξήγησε μα ο άλλος φάνηκε απρόθυμος,
               ευκαταφρόνητη, δεν αποδείχτηκε. Απο-                  αναλογιζόμενος τις δυσκολίες του εγχει-

               θέτοντας στο δάπεδο της αυλής το τσου-                ρήματος. Ο ξεχασιάρης υπαινίχθηκε ότι
               βάλι, λησμόνησε να το πάρει μαζί του                  αν τον έπιαναν θα υποχρεωνόταν στην

               φεύγοντας.                                            ανάκριση να τα μαρτυρήσει όλα, ακόμα

                      Μοίρασαν τη λεία με κάποια δυ-                 κι ότι είχε συνεργάτη. Ο άλλος υπέκυψε
               σκολία, πασχίζοντας να υπολογίσουν                    στον εκβιασμό και δέχτηκε να ξαναπάνε

               πόσα περισσότερα τετράδραχμα έπρεπε                   στου γέρου πριν επιστρέψουν οι δούλοι
               να πάρει ο ένας έναντι του χρυσού απο-                του από τα νότια της Αττικής.

               κτήματος που θα κρατούσε ο άλλος. Ο                          Ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος και
               ξεχασιάρης ήταν αυτός που προτίμησε                   δεν μπορούσαν να διακινδυνεύσουν ν’

               τις  περισσότερες  αργυρές  κουκουβά-                 ανέβουν στη μάντρα στο φως του ήλιου.

               γιες  και  το ένα ασημένιο  κύπελλο  για              Έμενε το πλαϊνό δρομάκι. Οι δύο άλλες                      21 21
               να μπορεί στη συνέχεια να το διαθέσει                 πλευρές καλύπτονταν από τις κατοικίες

               στην αγορά ευκολότερα. Στην κατοικία                  της συνοικίας. Το κενό εδώ είχε προ-
               του, το πρωί, έφαγε τον τόπο να βρει την              βλεφθεί ώστε να κυλούν τα  νερά  από

               κηρωμένη πινακίδα. «Γυναίκα», κάλεσε                  τις δουλειές των σπιτιών ψηλότερα στο
               τη σύζυγό του, «τι έκανες το κερί με τις              ανηφορικό ανάγλυφο της περιοχής. Θα

               λεπτομέρειες της αγοραπωλησίας του                    εφάρμοζαν τη δοκιμασμένη μέθοδο των

               νησιώτη;» «Αυτή που έμπλεξες με τα                    τοιχωρύχων.  Τρύπα στο πλίνθινο τμή-
               βρομόρουχα του χωραφιού μέσα στο                      μα της οικοδομής επάνω από το λίθινο

               παλιοτσούβαλο; Τη βρήκα βάζοντας να                   θεμέλιο και σε λίγη ώρα θα βρίσκονταν
               πλύνω και την ξανάχωσα μέσα για να                    μέσα στον ανδρωνίτη. Κατάμουτρα με

               μην την ψάχνεις και τα ρίξεις μετά σ’                 τον νεκρό. Θα μάζευαν το καταραμένο
               εμένα. Είδα ότι το πήρες μαζί σου χτες                παλιοτσούβαλο από την αυλή και θα το

               το βράδυ που βγήκες και υπέθεσα ότι                   έσκαγαν από την ίδια τρύπα. Όσο ο ένας
               πήγες  να  συνεννοηθείς  με  τον  δουλέ-              έσκαβε ο άλλος θα έπιανε καυγά με κά-

               μπορο για να φτιάξετε το συμφωνητικό».                ποιον περαστικό δυο σπίτια παραπέρα
               «Τι λες γυναίκα; Άφησες την πινακίδα                  για να τραβά την προσοχή.

               στο τσουβάλι; Ούτε την κατάλαβα όταν                         Ο νεκρός είχε γίνει άφαντος. Η

               το πήρα μαζί μου. Δεν είχε καθόλου                    αποφορά του έπρεπε να έχει πνίξει τον
               βάρος». «Μα τι έκανες με το τσουβάλι                  ανδρωνίτη, όμως η ατμόσφαιρα ήταν
   16   17   18   19   20   21   22   23   24   25   26