ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Ο 12ετής αψίκορος δημιουργός ή Πώς κατέστρεψα 72 το γουδοχέρι της μητρός μου ἁψίκορος, -ος, -ον: 1. αυτός που χορταίνει γρήγορα, 2. ευμετάβλητος, άστατος, 3. εύθικτος, ευερέθιστος