Page 66 - mag_05
P. 66
Καλέσματα της θάλασσας
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
‘Ακου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Ειμ’ εγώ που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.
(από το «Μονόγραμμα» του Οδυσσέα Ελύτη)
66 Δεν ήξερα τη σχέση μου με τη θάλασσα. Μεγάλωσα στην
Αθήνα και κάθε καλοκαίρι, όπως τόσα και τόσα παιδιά, πή-
γαινα στο παραθαλάσσιο χωριό μου. Θάλασσα και καλοκαί-
ρι ήταν ένα. Θάλασσα, παιχνίδι, διακοπές, καρπούζι με
φέτα, όλα μαζί σε ένα σακί που αργότερα ανακάλυψα πόσο
-σημαντικό μεν αλλά- μικρό ήταν. Στα 19 μου έφυγα για
έναν τόπο μακρινό, γεμάτο νερό αλλά όχι θάλασσα. Γε-
μάτο πράσινες, γλυφές λίμνες και απέραντα ποτάμια, που
έμοιαζαν με θάλασσα αλλά δεν ήταν θάλασσα. Κατάφερα να
επισκεφτώ την Ελλάδα, μια άνοιξη, μετά από τέσσερα χρό-
νια. Τέσσερα χρόνια είχα να δω οικογένεια, φίλους και
συγγενείς και είχα τέτοια λαχτάρα να τους συναντήσω!
Δεν ήξερα Είχαν μαζευτεί όλοι σε ένα σπίτι και με περίμεναν. Το αε-
ροπλάνο προσγειώθηκε και εγώ βρέθηκα σε ένα αυτοκίνητο
τη σχέση μου που θα με οδηγούσε στους αγαπημένους μου. Η ώρα είναι
κάπου εφτά το απόγευμα. Από το παράθυρο του αυτοκινήτου
με τη θάλασσα. βλέπω τον ήλιο που κοιτάει τη θάλασσα. Το μάτι μου πέφτει
Πάντοτε όμως επάνω της. Νομίζω πως ήταν η πιο όμορφη θάλασσα που
έχω δει ποτέ μου, ίσως γιατί ένιωσα το κάλεσμά της. Δεν
ακολουθούσα άντεξα. Κατέβηκα από το αμάξι και με τα ρούχα όπως ήμουν
χώθηκα απαλά μέσα της. Η πρώτη επαφή με το υγρό της
τα καλέσματά σώμα έκαναν τα μάτια μου να δακρύσουν. Κι εγώ άφησα
τα δάκρυα να τρέχουν χωρίς βιασύνη, γεμάτα νοσταλγία
της. και πόθο, προσφέροντάς της ένα κομμάτι του εαυτού
μου, της ψυχής μου. Τι όμορφη, μαγική ένωση!