Page 19 - mag_09
P. 19

Ί
                                                                                                            ΜΟΥΣΊΚΗ
                                                                                                            ΜΟΥΣ
                                                                                                                  ΚΗ
                                                                                       Συνέντευξη στον Β_56









               Στην εποχή μας, που όλα δείχνουν κουρασμένα και στενάχωρα ένας νέος καλλιτέχνης
               από που αντλεί τη δύναμη να τραβήξει την «κουρτίνα της ομίχλης και της μιζέριας» και να
               δημιουργήσει;
               Β.Φ. : Είναι ιστορική αλήθεια ότι σπουδαία έργα γεννήθηκαν στις πιο ανελεύθερες κοινωνίες. Ο

               εν δυνάμει δημιουργός δεν είναι ένας άνθρωπος ξεκομμένος από το κοινωνικό σύνολο, κλει-
               σμένος σε μία γυάλα, αδιάφορος για ό,τι συμβαίνει γύρω του. Βιώνει, κινητοποιείται και κινη-
               τοποιεί. Σε αυτό το βίωμα καλείται με την τέχνη του να δώσει μορφή. Είναι η ανάγκη έκφρασης
               αυτού ακριβώς του βιώματος που τον ωθεί στο να πιάσει το μολύβι ή το οργανάκι.  Και η χαρά,

               ο πόνος ή το αίσθημα της αδικίας γίνονται τραγούδι. Το ίδιο συναίσθημα γίνεται διεκδίκηση μιας
               καλύτερης ζωής. Όπως το λουλούδι γεννιέται μέσα στην κοπριά ή η φύτρα που σπάει στο
               τσιμέντο. Ο ίδιος ο πόνος της γέννας. Επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας ένα ακυκλοφόρητο
               τραγούδι που έγραψα πρόσφατα (στίχους και μουσική) και απαντά, νομίζω, στην ερώτησή σας.




                              Παραμύθι
 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Δ. ΛΕΤΣΙΟΥ © ΑΡΧΕΙΟ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΕΤΣΙΟΥ “ΛΙΜΝΗ ΚΑΡΛΑ” MOYΣΕΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
                              Σαν αγριόπαπιες τα σύννεφα τραβούσαν για το νότο.
                              Φέρναν νερό να βρέξουνε τη διψασμένη γη.                                                          19
                              Μεσοστρατίς και έκρυψαν τον ήλιο από τον κόσμο.
                              Και μια κορφή απόμακρη, γριά και ξιπασμένη,

                              λιαζότανε αμέριμνη, αρχόντισσα σωστή.
                              -Kάντε στην άκρη αδέξια, τραβήξτε σ’ άλλα μέρη,
                              να ζεσταθεί η ράχη μου, να λιώσουνε τα χιόνια.
                              Σηκώνεται πελώρια κι όλες τις στράτες φράζει.

                              Ο ουρανός που έβλεπε τα πάντα από κει πάνω,
                              αγριεμένος ξέσπασε και ρίχνει αστροπελέκι.
                              Το αστροπελέκι έσκασε μες στου βουνού το δάσος.
                              Όλα τα ξύλα κάρβουνο κι όλες οι πέτρες σκόνη.

                              Χρόνοι πολλοί δεν περάσαν και ένα ξάστερο βράδυ,
                              πλάνης διαβάτης βρέθηκε σε μια ατραπό του δάσους.
                              Παραδομένος στα όνειρα της μαγεμένης νύχτας,
                              καρβουνισμένο κούτσουρο το πόδι του σκαλώνει.

                              -Πρόσεχε, σε παρακαλώ, διαβάτη, τις πληγές μου,
                              μα πιο πολύ τη φύτρα μου τη φρεσκογεννημένη.
                              Σκύβει να ιδεί από κοντά και λέει απορημένος :
                              -Πως γίνεται στο κάρβουνο να βγαίνει το χορτάρι;

                              Κι εκείνο του απάντησε :
                              -Από τη στάχτη ξεπηδά η σπίθα της ζωής,
                              κι από το σκοτάδι, της αυγής το πρώτο καρδιοκτύπι.
   14   15   16   17   18   19   20   21   22   23   24