Page 40 - mag_81
P. 40

aNΘΡΩπΩΝ ΛοΓΙΑ














                                   Νοσταλγώ.















               «Ώσπου έφυγες. και τότε, κατάλαβα πως χωρίς την ασπίδα


               σου θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να αγαπώ. Νοσταλγώ.

               Τις μέρες μας μαζί, γιαγιά.»



               Νοσταλγώ.                                             ρές που μου είχες πει να μην σκαρ-

               Τις παιδικές αταξίες και το βάζο με το                φαλώσω στο μάρμαρο, καμία δεν σε
   40          γλυκό του κουταλιού κρυμμένο στο                      είχα ακούσει, και να σου κάνω και

               ντουλάπι, «μην το αγγίξεις αυτό, το                   νάζια ότι δήθεν πονάω πολύ, κι εσύ

               ‘χω για τη βεγγέρα» κι εγώ να κάνω                    να πεθαίνεις από την αγωνία σου,

               το δικό μου και να παραπατώ στο                       «μην κλαις, μόνο πες μου, χτύπησες
               μάρμαρο της κουζίνας και να χτυπώ                     κοκόνα μου;»

               τα γόνατά μου κι εσύ να θες να με μα-                 Νοσταλγώ.
               λώσεις, αλλά ν ’ανησυχείς τόσο πολύ

               αν χτύπησα, αν πόνεσα, να μου έχεις                   Τα αθώα παιδικά ψέματα που έκρυ-

               τόση αδυναμία που να μην μπορείς                      βαν πάντοτε μεγάλες αλήθειες, «δεν
               να νοιαστείς για το γλυκό και το βάζο                 το ήθελα, γιαγιά» κι ας ήταν το μόνο

               που έσπασε στο πάτωμα, μήτε για                       ήθελα, να φάω το γλυκό του κουτα-

               τη βεγγέρα, ήμουν πάντα το μικρό                      λιού από το βάζο επειδή μου άρεσε,
               σου, το χωρίς πατέρα, το αδικημέ-                     κι επειδή δεν έπρεπε, δεν ξέρω ποιο

               νο, κι εσύ μάνα στη θέση της μάνας                    ήταν τελικά το πιο σημαντικό, όμως,

               που ήταν πατέρας και μάνα στη θέση                    διόλου δεν μ ’ένοιαζε αν θα έρχο-
               του πατέρα, το μόνο που σε ένοιαζε                    νταν οι φίλες σου, γιαγιά, και ήξερα

               ήταν αν χτύπησα, κι ας έσκαγες που                    πως αν χτυπήσω, θα με αγκαλιάσεις,

               θα γινόσουν ρεζίλι χωρίς γλυκό, κι                    και ήθελα τη μυρωδιά της αγκαλιάς
               ας θύμωνες που από τις τόσες φο-                      σου, το νιάσιμό σου, την ασφάλεια
   35   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45