Page 65 - mag_80
P. 65

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου










               ανεβαίνοντας με τα πόδια τέσσερις ορό-                το φέρω» είπε εξασφαλίζοντας τις προ-

               φους μέχρι το διαμέρισμά του. Η γυναί-                ϋποθέσεις για την καλή πράξη τής ημέ-

               κα  του  προσπάθησε  να  τον  ηρεμήσει:               ρας. Η γυναίκα δεν είχε την ανάγκη του,
               «Οι άνθρωποι μεγαλώνοντας γινόμαστε                   είχε και το γιο της αλλά κάποιες φορές,

               ατομιστές. Έχουμε απαίτηση να περνά-                  πώς να το κάνουμε, ο γείτονας είναι πιο
               ει το δικό μας κι επειδή θέλουμε παρέα                χρήσιμος.

               κάνουμε του κεφαλιού μας».
                                                                     «Τι λέτε τώρα; Ευχαριστώ πολύ, τα κα-
               Άλλα σκεφτόταν εκείνος. Στην ανάγκη,                  ταφέρνω. Πηγαίνω συνέχεια και ψω-

               αν δεν είχαν τι να κάνουν το χρόνο τους,              νίζω μόνη μου. Ό,τι χρειαστείτε να μου
               ας μέτραγαν πόσες φακές έχει το μισό-                 πείτε να σας το φέρω».
               κιλο σε συσκευασία σούπερ μάρκετ·                     «Εσείς;» την κοίταξε με απορία.

               αλλά να έμεναν στο σπίτι τους μέσα σε

               αυτή την πανδημία τού κορονοϊού. Αλ-                  «Ναι εγώ! Βγαίνω και ψωνίζω. Δεν
               λιώς, ας φρόντιζε το κράτος να κοινο-                 μπορώ να μείνω μέσα το σπίτι, με πνί-

               ποιήσει διαταγή ότι θα κοπεί η σύνταξη                γει».
               όποιου γέρου κυκλοφορεί χωρίς λόγο.                   «Και πού πάτε;»                                            65

               Για να δούμε τότε πόσοι θαρραλέοι θα                  «Κάνω τα ψώνια μου και μετά πάω στον
               τόλμαγαν να βγούνε στην πλατεία. Ούτε                 κύριο Χρήστο, τον τσαγκάρη. Δεν αντέ-

               να φάει δεν ήθελε. Πήρε ένα ποτήρι με                 χω την κλεισούρα. Εκεί, λέω και καμιά
               νερό και βγήκε στο μπαλκόνι. Μέχρι                    κουβέντα και περνάει η ώρα μου».

               να το πιεί, περπάτησε δυο τρεις φορές                 «Και ο γιος σας τι λέει γι’ αυτό»
               πέρα δώθε όλο το μήκος τού μπαλκο-

               νιού και ύστερα κάθισε στον ήλιο με                   «Δεν το ξέρει, ούτε και θα το μάθει ποτέ.

               κλειστά μάτια.                                        Μου τηλεφωνεί τρεις φορές τη μέρα
                                                                     σαν χάπι, γιατί ανησυχεί. Ε, κι εγώ τι να
               Είχε ηρεμίσει όταν άκουσε τη φωνή της                 κάνω; Περιμένω να κλείσει το τηλέφω-
               γιαγιάς από την απέναντι πολυκατοικία.                νο και μετά την κοπανάω».

               Την είχε χάσει τελευταία και ευχόταν να
               είναι καλά. Κάποιες φορές οι ανοιχτές                 Μπήκε μέσα χωρίς να την χαιρετίσει

               μπαλκονόπορτες τού διαμερίσματός                      και  ξάπλωσε  στον καναπέ.  Η γυναίκα
               της τον καθησύχαζαν αλλά, και πάλι,                   του ανησύχησε.

               δεν ήταν και μικρή, ενενήντα και φεύ-                 «Είσαι καλά;».
               γα κόντευε. Χάρηκε που την είδε και, το               «Δεν θα με προλάβει ο ιός. Θα πάω από

               κυριότερο, που ήταν καλά.                             εγκεφαλικό. Φέρε ένα χάπι για την πίε-

               «Αν χρειαστείτε κάτι να μου πείτε να σας              ση».
   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70