Page 55 - mag_32
P. 55
τoυ Μάκη Σεβίλογλου
- Πού να πάω να μου Την εβδομάδα πριν τα γαμε σήμερα, ήταν αδι-
δώσουν για τη νύχτα Χριστούγεννα, μία ομά- ανόητο να πληρωθούν
κονάκι* εμένα και το δα αντρών ζώνονταν τέτοιου είδους υπηρε-
ζώο; τα πιο καλοτροχισμένα σίες ζωτικού χαρακτή-
της χασαπομάχαιρα και ρα, για τη διαβίωση των
- Τρέχουμι ιμείς στον
πεθερό μ’, του Χρήστου, περιδιάβαινε τους μα- συγχωριανών κι ήταν
κι τ’ λέμε, αφέντ, το κι χαλάδες από σπίτι σε πολύ σημαντικό το έργο
το! σπίτι. Κάθε φαμίλια βα- τους, αφού από το ζώο
στούσε από ένα, δύο δεν θα πήγαινε τίποτα
Εκείνος γυρνάει αυστη- ή συχνά περισσότερα χαμένο. Λουκάνικα με
ρά και τους λέει: γουρούνια, που τα είχε πράσο, τσιγαρίδες*, κα-
- Κι τουν άφκατι όξου μεγαλώσει από μικρά, βουρμάς*, για να διατη-
τουν άνθρουπου να πα- για τις ανάγκες του σπι- ρήσουν το κρέας και να
γών’ στου χιόν’; Αγλή- τιού. Ήταν τα προεόρτια εξασφαλίσουν το λίπος
γορα φέρτι τουν μέσα των Χριστουγέννων, η της χρονιάς, πολύ χρη-
να ζισταθεί κι ιγώ θα γουρνοχαρά, έτσι ονο- στικό στην καθημερινή 55
ταΐσου του ζώου. μάζονταν η γενοκτονία τους διατροφή, αλλά και
των χοίρων. για να φτιάξουν σαπού-
Έδεσε το ζώο στο στά- νι, μιας και τα ελαιόδε-
βλο, το τάισε, δώσανε Ήταν, ομολογώ, φρικια- ντρα εδώ ήταν άγνωστα
και του ανθρώπου* κα- στικό να ακούς τις φω- και το λάδι ακριβό. Πα-
θαρές αλλαξιές και φα- νές των άτυχων ζωντα- λιότερα φτιάχναν ακόμη
γητό να χορτάσει την νών, αλλά το ξεχνάγαμε και τις ποδησιές* τους
πείνα του. Τον κοιμίσα- αμέσως, μόλις έπεφταν από το τομάρι των ζώων
νε και το χάραμα έφυγε στο τηγάνι τα πιο τρυ- κι η φούσκα, όπως έλε-
για το χωριό του. φερά κομμάτια. Οι συ- γαν την ουροδόχο κύ-
κωταριές κι οι τηγανιές
- Ε, απού τότις, όσου παίρναν και δίναν κι η στη του ζώου, γινόταν
ζούσι ου πιθιρός μ’, κάθι ομάδα των σφαχτάδων, μπάλα στα πόδια μας,
χρόνου, παραμουνές έπαιρνε με αυτό τον που στην καλύτερη πε-
Χριστούγιννα, μας έστιλ- τρόπο το δικαίωμά της. ρίπτωση άντεχε καμιά
νι του κρασί να πουρέ- Δούλευαν όλοι τους ώρα, ίσα να σβήσουμε
ψουμι τσ’ γιουρτές. εθελοντικά, όπως θα λέ- τη δίψα μας για παιχνίδι.
* πορεύω: περνώ τον καιρό μου, διάγω / βακούφι: ακίνητη περιουσία μοναστηριού / κούτσικα: τα μικρά παιδιά
/κονάκι: κατοικία, κατάλυμα / τσιγαρίδες: τσιγαρισμένα κομάτια χοιρινού, από την κοιλιά του ζώου, με ελάχιστο
ψαχνό και πολύ λίπος / καβουρμάς: τσιγαρισμένο ψαχνό κρέας, που διατηρούνταν αεροστεγώς, τοποθετημένο μέσα
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ CD TOY MAKH ΣΕΒΙΛΟΓΛΟΥ) σε λιωμένο χοιρινό λίπος / ποδησιά: υπόδημα, παπούτσι, τσαρούχι