Page 49 - mag_32
P. 49

της Κατερίνας Επιτροπάκη











               Δεν ξέρει πόση ώρα κοιτούσε τον οροστάτη, χωρίς να κου-

               νηθεί καθόλου.  παρακολουθούσε την μονότονη διαδρο-

               μή της κάθε σταγόνας που έπεφτε αργά. απελπιστικά αργά.

               Έπεφτε, χάνοντας το σχήμα της, στο σωληνάκι που οδηγεί

               στην ενδοφλέβια ένεση με μια μοναδική οκνηρία:

               «Λες και στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού και διστάζει πριν
               πηδήξει κάτω και δώσει τέρμα στη ζωή της…» σκέφτηκε.




               «Μα τι παραλληλισμούς               το σκεφτεί.                         αλλά  μαμά!  Της  Μαίρης,
               κάθομαι και κάνω;» ανα-             Ο ορός εξακολουθούσε                ασφαλώς, κάτι τέτοιο της
               πήδησε σοκαρισμένη και              να πέφτει κανονικά. Ένα             ήταν πολύ δύσκολο. Έτσι
               η ίδια από τη σκέψη της,            ανεπαίσθητο μούγκρισμα              ο συμβιβασμός επήλθε με

               τινάζοντας  το  κορμί  της          πόνου  της  ασθενούς  την           την προσφώνηση “μητέ-
               και     αλλάζοντας       θέση       έκανε ν’ ανησυχήσει.                ρα”, κάτι που εντέχνως τη
               πάνω στην καρέκλα που               «Ησύχασε, μητέρα, εδώ               βοηθούσε να περιφρου-
               καθόταν εδώ και ώρες.               είμαι!» της είπε ψιθυρι-            ρήσει την ζωτικής σημασί-                49

               Βλέπεις, δεν περνάει εύ-            στά, αν και μάλλον δεν              ας μεταξύ τους απόσταση,
               κολα η νύχτα στο νοσο-              χρειαζόταν. Η άρρωστη               που όφειλε να υπάρξει
               κομείο. Κι ακόμα δεν εί-            συνέχισε τον ύπνο της               από την αρχή.
               ναι ούτε τρεις η ώρα. Και           χωρίς διακοπή.                      Όσο πιο αθόρυβα μπο-

               απόψε, παρότι η ασθενής             «Μητέρα»! σκέφτηκε και              ρούσε, βγήκε από το νο-
               είναι απολύτως ήσυχη,               ένα γλυκόπικρο μειδίαμα             σοκομειακό δωμάτιο πα-
               την ίδια δεν λέει να την            σχηματίστηκε στα χείλη              τώντας σχεδόν στις μύτες
               πάρει ο ύπνος ούτε για              της. Ήταν η επίσημη προ-            των ποδιών της.

               λίγο. Κι ήταν υποχρεω-              σφώνηση που είχε για την            Κατευθύνθηκε στο μπαλ-
               μένη να μένει τελείως               …“καπετάν - Ασπασία”,               κόνι να ανάψει ένα τσιγά-
               άπραγη. Ούτε λόγος για              όπως συνήθιζε να λέει την           ρο.  Αν και περιστασιακή
               ν’ ανοίξει το φως, να δια-          πεθερά της στις κουβέντες           καπνίστρια, τις τελευταί-

               βάσει λίγο από το βιβλίο            που έκανε αναφερόμενη               ες αυτές μέρες έχει απο-
               που κουβαλάει μαζί της. Η           σ’  εκείνη,  όταν  βεβαίως          κτήσει μια διαφορετική
               πιθανότητα να ενοχλήσει             δεν ήταν η ίδια μπροστά.            σχέση με το κάπνισμα.
               κάποιαν από τις τρεις γυ-           Από την αρχή του γάμου              Το τσιγάρο αποτελεί το

               ναίκες που μοιράζονταν              της με τον Σωτήρη, η μη-            ευχάριστο διάλειμμα, την
               τον νοσοκομειακό θάλα-              τέρα του ζήτησε από το              ανεπαίσθητη γλύκα της
               μο και να τους διακόψει             γιο της να πει στη γυναί-           «παρανομίας», μια και το
               τον ύπνο, την έκανε να              κα του να την φωνάζει,              σκάει από το καθήκον της

               μην τολμήσει ούτε καν να            πλέον, όχι κυρία Ασπασία            για λίγο. Η μικρή απόδρα-
   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54