Page 25 - mag_35
P. 25
ÑÅÔ ÉÂÇËÁÏ¾Ô ÆÍÉÆÈÑÐÅ
Ο αέρας της ταράτσας φορά η ταβέρνα, να µην
τον χτυπάει στο πρόσωπο πει µια κουβέντα µε τους
φίλους του;
κι ανασαίνει λίγο. Τα πε-
§¢ ριστέρια πετούν ξαφνικά, Και να τώρα το Λενάκι
στην ταράτσα την απένα-
δηµιουργούν καινούρια
δίνη στον αέρα και βλέ-
και στα φανελάκια, ανά-
πει τα µάτια του παιδιού ντι, ανάµεσα στις κιλότες
§ ¤¬ πρέπει να δείξει, όµως, Πάντα τον κοιτάει.
του να τον κοιτάζουν. Θα
µεσα στα µανταλάκια.
Πάντα την κοιτάει κι αυ-
ποιος είναι ο αρχηγός
εδώ πέρα.Να µάθει ο τός. Προγραµµατισµένο
Γιωργάκης του πώς φέ- ραντεβού απλώνοντας
ρεται ένας άντρας. Αλλά τα πλυµένα τα εσώρουχα
πάλι, δεν είναι σωστό στην κοινή θέα. Τεντώ-
να βρίζεις µια γυναίκα. νεται η Λενιώ ν’ απλώσει
Είναι; Θα του µάθει πο- εκείνα τα δαντελένια και στον καναπέ, ε; Ακόµα
δόδφαιρο. Ναι, αυτό θα ξεπροβάλλουν τα σφρι- δεν πρόλαβες να µπεις
κάνει. γηλά της τα βυζάκια, λίγο, στο σπίτι και στρώθηκες 25
Τα µανταλάκια τα ‘χει έτσι που να τα φαντάζε- πάλι. Μη! Μην ανοίξεις
στην τσέπη του και στερε- ται όταν χαϊδεύει της γυ- και την τηλεόραση. Κλεισ’
ώνει στο σχοινί κιλότες ναίκας του. Καµία σχέση. την σου λέω! Το παιδί
και φανελάκια στην αρά- Κι εκείνη να του λέει πως διαβάζει µέσα. Και πάρε
δα. Το ’χει ξανακάνει, µα βαριέται και πονάει το κε- τη λεκάνη από κει. Είσαι
νιώθει πάντα όπως την φάλι της. Το δικό του πο- ανεπρόκοπος, τσαπα-
πρώτη φορά, τότε που τον νάει, αλλά έχε χάρη, ας τσούλης, ανεύθυνος!”
είδε ο κυρ Στέλιος από δί- ήταν λίγα χρόνια νεότε- “Σκάσε πια, την καταδίκη
πλα και κούνησε το κεφά- ρος, και θα µιλούσε στο µου! Τί θέλεις τώρα, ε; Να
λι. ∆εν βαριέσαι, όµως, ο Λενάκι, κι ας ήταν ανά- το φτάσουµε στο απρο-
καλός ο νοικοκύρης όλα µεσα στα άπλυτα και στα χώρητο; Σταµάτα πια. Θ’
τα κάνει για το σπίτι του, πλυµένα, τα ξεθωριασµέ- ακούσω τις ειδήσεις. Σ’
αρκεί να µην του σπάει να που άπλωνε. Και τότε τ’ άπλωσα τα ρούχα. Τι
τα νεύρα η γυναίκα του. θα βλέπαµε ποιος πονάει άλλο θες;”
Σαν τον Παυλόπουλο στη και πού. Το Λενάκι µπήκε “Να σ’ το ξαναπώ; Θέλω
δουλειά. “Μάλιστα, κύ- µέσα, άρπαξε κι αυτός τη λεφτά για το ρεύµα”.
ριε” και “µάλιστα, κύριε” λεκάνη και κατέβηκε, µε- “Ρε συ, σου ’πα θα τον
και προσοχή στον διευ- τρώντας τα σκαλιά, στο πληρώσω τον λογαρια-
θυντή και προσοχή στο διαµέρισµα του. σµό”.
σπίτι και να το προποτζί- “Εντάξει; Τ’ άπλωσες; Και “Ναι; Και γιατί δεν τον
δικο µετά και να καµιά τι µου στρώθηκες πάλι πλήρωσες ακόµα; Για-
* Η αναδηµοσίευση έγινε µε την άδεια της συγγραφέως.