Page 47 - mag_015
P. 47
από την
Κατερίνα Επιτροπάκη
ασήμαντης αξίας...» ασυναί- πει να ‘ταν το καλοκαίρι που διάβαζε για να δώσει για το
σθητα μετάφραζε ταυτό- πανεπιστήμιο. Τα χρόνια εκείνα οι εξετάσεις γίνονταν στο
χρονα μέσα του το κείμενο, τέλος του Αυγούστου. Εκείνο το καυτό καλοκαίρι, το θυμά-
έτσι όπως το άκουγε μέσα ται σκυμμένος στα βιβλία, στη βεράντα του πατρικού του
από τον ψίθυρό της. σπιτιού. Με ανυπόφορη ζέστη, με πολύ άγχος, με εφιαλτική
Η φωνή της πολλαπλασί- κούραση. Και με μια μικρή όαση: ήταν από το απέναντι σπίτι,
ασε την ταραχή του. Αυτή εκείνη η καινούρια γειτόνισσα. Καθόταν με το νυχτικό και
τη φορά ο κρύος ιδρώτας άπλωνε τα μακριά της πόδια πάνω στο κάγκελο του μπαλκο-
έλουσε στην πραγματικό- νιού. Θυμάται τις θερμές νύχτες, εκείνου του καλοκαιριού,
τητα, κι όχι στη φαντασία όταν αποκαμωμένος έπεφτε για ύπνο, η εικόνα των ποδιών
του, το φαλακρό του μέτω- αυτών να είναι η τελευταία που έφερνε πάντα μπροστά του
πο. Για καλή του τύχη όλα με την φαντασία του. Θυμάται να χαϊδεύει το κορμί του
τα κεφάλια εξακολουθού- κάτω από το λεπτό σεντόνι. Κι έτσι να αποκοιμιέται, μ’ αυτή
σαν να είναι σκυμμένα στο τη μικρή απόλαυση, σαν ένα χωνάκι παγωτό στο διάλειμμα
γραπτό τους. Δεν το πρό- της κάθε δύσκολης καλοκαιρινής μέρας…
σεξε κανείς. Είχαν μείνει λιγότεροι από πέντε μαθητές στην αίθουσα,
Επέστρεψε στην έδρα του. όταν εκείνη πλησίασε την έδρα, κρατώντας στο χέρι την
Αυτή τη φορά περπάτησε κόλλα με το γραπτό της. Βλέποντάς την να τον πλησιάζει,
γρήγορα, ηχηρά, βιαζόταν εκείνος προσπάθησε να συνειδητοποιήσει πόση ώρα είχε
να ολοκληρώσει τα ελάχι- αφαιρεθεί. Δευτερόλεπτα; Λεπτά; Ώρες; Ξαφνικά ο χρόνος
στα βήματα μέχρι την καρέ- έγινε τελείως απροσδιόριστος. 47
κλα. Κάθισε με ανακούφιση. Όταν άπλωσε το χέρι της να παραδώσει το γραπτό, εκείνος
Τα βάσανα του σώματος… της το κράτησε με τις άκρες των δακτύλων του. Κοίταξε το
Αλήθεια, ποια ήταν η τε- γραπτό της. Ήταν συμπληρωμένα τα πάντα, εκτός από την
λευταία φορά που θυμά- τελευταία σειρά του ερωτήματος Β. 2.γ, με τίτλο «Προσδιο-
ται το σώμα του να τον ρίστε την πτώση στα κάτωθι»
«βασανίζει» μ’αυτόν τον Omni cruciatu ______ (κενό)
ηδονικό και συνάμα ανυ- Της επισήμανε το κενό, με το δείκτη του χεριού του, χαμο-
πόφορο τρόπο; Ξανακοί- γελώντας της:
ταξε τα μακριά της πόδια. «Αφαιρετική ενικού» της σιγοψιθύρισε συνωμοτικά…
Προσπάθησε να φανταστεί
τα πέλματά της γυμνά, έξω
από τα πράσινα AllStar της.
Τα φαντάστηκε με τα νύχια
βαμμένα. Φούξια ίσως. Μ’
εκείνες τις μικροσκοπικές
λαμπερές πέρλες στα δυο
μεγαλύτερα δάκτυλα που
τόσο συνηθίζουν οι νεα-
ρές. Μετά τα φαντάστηκε
πάνω σε ψηλά μαύρα τα-
κούνια…
Ναι, ξαφνικά θυμήθηκε.
Ήρθε ο συνειρμός. Πρέ-