Page 63 - mag_38
P. 63
του Διονύση Μαρίνου
Στην αρχή ξέχασε ένα βιβλίο.
Δεν τον πείραξε. Το είχε ξαναδιαβάσει.
Την επόμενη ημέρα που πήγε στο
παγκάκι δεν το βρήκε. Οι σελίδες
αγάπησαν άλλα μάτια. Μια άλλη φορά
του παράπεσαν τα κλειδιά του σπιτιού
του. Κλείδωσε μέσα έναν Γενάρη
μάρμαρο. Υπήρξαν φορές που δεν
θυμόταν πού είχε αφήσει το καπέλο, την
μαγκούρα, κάτι παπούτσια που έπαιρναν
πάντα λάθος δρόμους. Τα παιδιά του
τον πήγαν στο γιατρό. Ένα σώμα χωρίς
υποστήριξη φωνής.
Ο γιατρός είπε «είναι μια χαρά. 63
Καρδιά μικρού παιδιού».
Ξεχνούσε να μιλάει όταν έπρεπε
και να σιωπά όταν δεν έπρεπε. Το
μέσα του υπνοβατούσε -απέξω μια
λάσπη δέρματος μαδούσε. Ονόματα,
διευθύνσεις, τηλέφωνα, τα γενέθλια του
εγγονού του, τα μαλλιά της πρώτης του
γυναίκας- δεν έμεινε κάτι που να μην το
Κενό έχει ξεχασμένο.
Το πρωί που ξυπνάει, φοράει το
κολλαρισμένο πουκάμισο, τη γραβάτα,
το σακάκι. Καθώς περιμένει στη στάση
στάσης για να πάει στη δουλειά του, σπάει το
κεφάλι του να θυμηθεί πώς του κόλλησε
το όνειρο με το γέρο που όλο ξεχνάει
γιατί περιμένει το λεωφορείο σε μια
στάση που έχει από καιρό καταργηθεί.