Page 76 - mag_41
P. 76

Ψυχές είναι ορέ!
                                       ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

                                                                     Ανθρώπινες ψυχές!







               Σηκώθηκε γρήγορα, ντύ-              τρελός μαστιγώνοντας ξανά και ξανά τα χέρια και ουρ-

               θηκε και κατηφόρισε στο             λιάζοντας:
               μόλο.                               «Ποιοι είστε; Τι θέλετε;»
               Όσο πλησίαζε τα φανα-               Κι όσο ούρλιαζε τόσο το καΐκι ξεμάκραινε ακυβέρνη-

               ράκια ατονούσαν και                 το από το μόλο και η θάλασσα αντάριαζε από ξαφνικό

               χάνονταν.                           άνεμο.
               «Τι διάβολο παραισθή-               Τότε του φάνηκε πως άκουσε τη φωνή του γέρο-Σταμά-
               σεις έχω;» αναρωτήθηκε              τη να του λέει:

               και έκοψε δρόμο από το              «Ψυχές είναι ορέ! Ανθρώπινες ψυχές!»

               λιοστάσι του Μιχάλη για
               να βγει πιο γρήγορα στο
               μόλο, τόσο δρόμο είχε

               κάνει, θα πήγαινε να ρίξει

               μια ματιά στο καΐκι του.
               Έφτασε στο μόλο, τράβη-
   76          ξε το σκοινί και πήδησε

               στο καΐκι και τότε ήταν

               που του κόπηκε η ανάσα.
               Δεκάδες, εκατοντάδες,
               χέρια, χέρια αντρικά,

               χέρια γυναικεία, χέρια

               παιδικά, ήταν γραπωμένα
               από το καΐκι.
               Χέρια μουλιασμένα από

               το νερό και σκασμένα

               από την αλμύρα γαντζω-
               μένα στο δικό του καΐκι.
               Έβγαλε γρήγορα τη δερ-

               μάτινη ζώνη του και άρ-

               χισε να μαστιγώνει τα
               χέρια, μα, εκείνα έμεναν
               γαντζωμένα στο καΐκι. Το

               καΐκι που είχε αρχίσει να

               ξεμακραίνει από το μόλο.
               Γύριζε γύρω- γύρω σαν
   71   72   73   74   75   76   77   78   79   80   81