Page 75 - mag_41
P. 75
της Τζίνας Μιτάκη
έσβηνε η οθόνη σαν να έγινε δυο παιδικά, μεγάλα, στα- και η ασπροκόκκινη δερ-
ρένια μάτια που κοίταξαν έναν- ένα τους θαμώνες του μάτινη μπάλα στο ράφι,
μπακάλικου με παράπονο και απορία και καρφώθηκαν δίπλα στο ξύλινο τρενάκι
στον Αλέκο. ταλαντεύτηκε. Η μπάλα
Εκείνος, ρούφηξε το ούζο μονοκοπανιά, πέταξε ένα και το τρενάκι ήταν ότι
δεκάευρω στο τραπέζι και έφυγε. μαρτύραγε πως κάποτε
Περπάτησε με μεγάλες δρασκελιές το δρόμο ως το σπί- ήταν παιδί. Αυτά τα δυο
τι, ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά και βρέθηκε στη βεράντα παιχνίδια έκαναν τα παι-
με τις γλάστρες της συγχωρεμένης της γιαγιάς του. διά του χωριού να τον
Κοντοστάθηκε και κοίταξε πέρα κατά τη θάλασσα, κατά ζηλεύουν, μα αυτός με τη
το μόλο και το καΐκι του. σειρά του ζήλευε τα παι-
Του φάνηκε πως όλη η θάλασσα ήταν σπαρμένη με φα- διά του χωριού, τότε, που
ναράκια, η καλύτερα με αστέρια η μπορεί και μάτια που είχαν την μάνα και τον
λαμπίριζαν στο σκοτάδι. πατέρα τους, ενώ οι δικοί
Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό. Η νύχτα ήταν γλυκιά του ήταν μετανάστες στη
μα συννεφιασμένη και αστέρια δεν είχε ο ουρανός. Ξα- Γερμανία και αυτόν τον 75
νακοίταξε κατά τη θάλασσα. μεγάλωνε η γιαγιά και ο
«Ρε τον άτιμο τον Λορέντζο, μπόμπα ούζο μας έδωσε.» παππούς.
σκέφτηκε Ότι απόμεινε να τους
Μπήκε σπίτι έβγαλε το παντελόνι και την μαύρη μπλούζα θυμίζει ήταν αυτή η μπάλα
του, που τόπους -τόπους ήταν άσπρη από την αλμύρα και το ξύλινο τρενάκι, που
και τον ιδρώτα και μπήκε κάτω από το κρύο νερό να του είχαν φέρει δώρο.
συνέλθει. Στο μπράτσο του «χτυπημένος» ένας μαίαν- Την μάνα την έπνιξαν τα
δρος σαν βραχιόλι και στο στήθος ένας βαρύς από χνούδια που ανάπνεε στα
ψευδόχρυσο αγκυλωτός σταυρός. Φούσκωσε από ναρ- εργοστάσια, και ο καη-
κισσιστική περηφάνια σαν κοίταξε το είδωλο του στον μός που έμεινε χήρα στα
καθρέφτη. τριάντα πέντε, σαν της
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άναψε τσιγάρο. μαχαίρωσαν τον άντρα.
«Μωρέ είναι που στις θάλασσες μας δεν γίνεται αυτό το «τον ξένο», μια νύχτα κάτι
νταραβέρι- ακόμα δεν γίνεται, στο μέλλον ποιος ξέρει- ντόπιοι μεθυσμένοι.
αλλιώς με τα χέρια μου θα τους έβανα στο καΐκι μου Η ματιά του έπεσε κατά
και θα τους φούνταρα στα ανοιχτά όλους αυτούς τους τη θάλασσα, κείνα τα
σιχαμένους!» μονολόγησε και φύσηξε τον καπνό προς φαναράκια σαν να είχαν
το ανοιχτό παράθυρο. πληθύνει και πλησίαζαν το
Το νυχτερινό, ψυχρό πια, αεράκι, ανάδεψε την κουρτίνα μόλο.