Page 74 - mag_41
P. 74

Ψυχές είναι ορέ!
                                       ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

                                                                     Ανθρώπινες ψυχές!







                «Δεν θα πάρουμε την                και όπου θα έσκαζαν μύτη οι πρώτοι τουρίστες. Το καΐκι

                εξουσία; Θα την πάρου-             έπρεπε να είναι έτοιμο, με αυτό κάθε καλοκαίρι έβγα-
                με! … και τότε ούτε κου-           ζε τα έξοδα της  χρονιάς κάνοντας μικρές, ημερήσιες

                νούπι δεν θα τολμάει να            «κρουαζιέρες» γύρω από το νησί.
                περάσει τα σύνορα. Ούτε            Ο Λορέντζο, ο μπακάλης , πίσω από το πάγκο ζυγιάζο-

                από στεριά, ούτε από               ντας ένα κομμάτι φέτα στη κυρά-Ντίνα, σιχτίρισε τον
                θάλασσα, ούτε από αέρα!            εαυτό του που δεν πρόλαβε να κλείσει την τηλεόραση

                Από πουθενά! Όχι σαν               σαν τον πήρε το μάτι του να έρχεται από τη στροφή.
                τώρα που είναι η χώρα              Όχι πως είχε καμιά συμπάθεια ο Λορέντζο σε όλους

                «μπάτε σκύλοι  αλέστε              αυτούς τους κακομοιριασμένους  που κάθε λίγο και λι-
                και αλεστικά μην δώσετε!           γάκι με τον ένα η τον άλλο τρόπο πέρναγαν τα σύνορα,

                Γιατί για σκύλους πρό-             αλλά δεν γούσταρε στο μαγαζί του τέτοιες κουβέντες
                κειται! Παλιόσκυλα, αλ-            και ειδικά με τον Αλέκο. Δεν ήταν ο μόνος βέβαια που

                λόθρησκοι, απολίτιστοι,            απέφευγε τις πολλές κουβέντες με τον Αλέκο, ειδικά αυ-
                μαυριδεροί  βρομιάρη-              τές τις κουβέντες, για αυτό και όσοι βρίσκονταν εκείνη
   74           δες, που έρχονται εδώ,             την ώρα στο μαγαζί λέξη δεν άρθρωσαν. Ο μπάρμπα-

                στη πατρίδα μας  και μας           Σταμάτης μόνο ανασήκωσε τον ώμο του και έσιαξε το

                μαγαρίζουν»  μούγγρισε,            ανάρριχτο σακάκι του, σηκώθηκε μετά αργά και ύψωσε
                χτύπησε το χέρι στο τρα-           την μαγκούρα κατά τον Αλέκο.

                πέζι και αναποδογύρισε             «Πολλά λέει ο στόμας σου καλοβολεμένε!
                το πιατάκι με το μεζέ που          Μήτε σε εφιάλτη δεν έχεις δει και δεν νογάς τι σημαίνει

                συνόδευε το ούζο του.              πόλεμος, διωγμός ξεσπίτωμα και προσφυγιά, παλιοζα-
                Η φλέβα εκεί δεξιά στο             γάρι, που μου έκανες το κεφάλι γλόμπο και ζωγράφισες

                ξυρισμένο του κρανίο               τα μπράτσα και περνιέσαι για άνθρωπος!»
                πετάχτηκε καθώς έσκυψε             Πετάχτηκε όρθιος ο Αλέκος έβαλε το κεφάλι κάτω σαν

                και έφτυσε κάτω.                   κριάρι και κινήθηκε κατά το γέρο Σταμάτη.
                Ούτε δέκα λεπτά  δεν               Ο γέρος άπλωσε τη μαγκούρα και τον σταμάτησε.

                είχαν περάσει από τη               «Άσε τις μαγκιές που ξέρεις ορέ! Δεν σε σκιάζομαι εγώ!
                στιγμή που μπήκε στο               Να σέβεσαι τη ζωή, μην την βιάζεις, μήτε με σκέψη. μήτε

                «μαγαζί», το μπακάλι-              με λόγο, μήτε με πράξη! Αν το κάμεις θα την εύρεις
                κο του χωριού δηλαδή,              μπροστά σου! Σήκω το κεφάλι και κοίτα τους! Κοιτά αυ-

                που, ήταν και καφενές.             τές τις ψυχές. Ψυχές είναι ορέ! Ανθρώπινες ψυχές!» είπε
                Όλη μέρα καλαφάτιζε                ο γέρο Σταμάτης και έφυγε.

                στο μόλο το καΐκι του.             Ο Λορέντζο τράβηξε την τηλεόραση από την πρίζα και
                Καλοκαίριαζε και όπου              κέρασε ούζο να ηρεμίσουν τα πνεύματα. Την ώρα που
   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78   79