Page 80 - mag_42
P. 80

Το όνειρο
                                       ΜΙΚΡΕσ ΙστΟΡΙΕσ

                                                                           του σκιάχτρου







                Φύλακας θερινός, ανά-              καταφύγιο από τις ξαφνι-            την ακινησία, το κεφάλι

                μεσα στο μποστάνι με τα            κές μπόρες κάτω από το              να κοιμηθεί, έβλεπε όνει-
                κηπευτικά και το περιβόλι          καπέλο του, στις τσέπες η           ρο πως δεν ήταν καρ-

                με τα οπωροφόρα, να                στον κόρφο του, ανάμε-              φωμένο πια στο σύνορο
                σκιάζει τα πουλιά, να τα           σα στο πουκάμισο και το             των χωραφιών να το

                τρομάζει, για να μην τσι-          αχυρένιο κορμί του.                 ξεθωριάζει ο ήλιος, να το
                μπολογάνε τους ώριμους             Η ίσια μαύρη γραμμή από             χαϊδεύουν ο αγέρας και η

                καρπούς.                           κάρβουνο έγινε καμπύλη              βροχή, μα, πως ταξίδευε
                Στην αρχή τα πουλιά δεν            και το χαμόγελο που σχη-            και αυτό σαν τα πουλιά

                κοντοζύγωναν στα χωρά-             μάτισε  έφτιαξε δυο χαρι-           και γνώριζε τον κόσμο.
                φια, μα με τον καιρό όταν          τωμένα λακουβάκια στα               Ο καιρός πέρναγε και το

                τα παράταιρα φανταχτε-             υφασμάτινα μαγουλάκια               όνειρο έγινε πόθος και
                ρά ρούχα του ξεθώρια-              του. Τα ξεθωριασμένα γα-            θέριεψε στην αχυρένια

                σαν από τον δυνατό ήλιο            λάζια κουμπένια μάτια του           καρδιά του σκιάχτρου.
                και αυτό έμενε πάντα εκεί          έλαμψαν. Τώρα πια δεν               Κάποτε το πήρε απόφαση
   80           ανέκφραστο και ακούνη-             ήταν μόνο του και άχρη-             να φύγει από το σύνορο

                το, με τα χέρια σε έκταση,         στο. Είχε φίλους τα πετού-          των χωραφιών και να

                κατάλαβαν πως δεν είναι            μενα του ουρανού και το             ταξιδέψει και αυτό στον
                άνθρωπος κανονικός,                κορμί του γινόταν στέγη             κόσμο. Να γνωρίσει τους

                ξεθάρρεψαν και τσιμπο-             και καταφύγιο τους.                 ανθρώπους που το επι-
                λόγαγαν ανενόχλητα. Η              Οι φτερωτοί φίλοι του               νόησαν, να δει τα σπίτια

                θέληση για ζωή νικάει              για να ευχαριστήσουν το             τους, να μάθει τις συνή-
                τον φόβο βλέπεις. Δεν το           σκιάχτρο, κάθε φορά που             θειές τους και τα όνειρα

                πλησίαζαν το σκιάχτρο              επέστρεφαν από κάποιο               τους.
                όμως στην αρχή τα που-             ταξίδι, του εξιστορούσαν            Μια ηλιόλουστη μέρα

                λιά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις         τις περιπέτειές τους και            ήταν όταν βγήκε από
                πως θα συμπεριφερθεί               όσα θαυμαστά έβλεπαν,               τα χωράφια και δρόμο

                κάτι που μοιάζει με άν-            για να μαθαίνει το σκιά-            πήρε, δρόμο άφησε για
                θρωπο, μα έκαναν τις               χτρο πως είναι ο κόσμος             να κάνει πραγματικότητα

                επιδρομές τους στα χω-             έξω από το σύνορο των               το όνειρο του.
                ράφια ανενόχλητα.                  χωραφιών.                           Στο δρόμο του πέρα-

                Σαν ήρθε το φθινόπωρο,             Όλο και πιο συχνά το                σε μέσα από χωράφια
                σίγουρα πια τα πουλά               σκιάχτρο σαν έκλεινε τα             με διαφορετικά δέντρα

                πως δεν κινδυνεύουν από            γαλάζια μάτια του και               από κείνα που γνώριζε,
                το σκιάχτρο, έβρισκαν              έγερνε, κουρασμένο από              πέρασε μέσα από ένα
   75   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85