Page 73 - mag_51
P. 73
του Σπύρου Διαμάντη
Αρρώστησε πάλι ο καιρός. Κι ήταν μεσάνυχτα. Να
μην καταλάβει κανείς τίποτα. Οι πρώτες σταγόνες,
Ά ρρωστος άρχισαν κιόλας να ξεφλουδίζουν τις καλές σκέψεις
της μέρας, που είχε περάσει. Όταν έπιασε η μπόρα,
ήταν κιόλας γυμνές. Πλέον, είναι ποτισμένα σφουγ-
γάρια, στοιχειωμένα, που αιωρούνται παντού γύρω
καιρός μου, φορώντας τον άσπρο μανδύα του διδακτισμού.
Φαντάσου να πίστευα και στα φαντάσματα. Ξεκινάω
να τα στραγγίζω γρήγορα ένα προς ένα. Να απολυ-
μανθούν από τη ρίζα. Να πάρει το καθένα, το χρώμα
και τη θέση που είχε. Αρρώστησε ο καιρός και πρέ- 73
πει εγώ να τον γιατρέψω. Και είμαι κουρασμένος.
Αυτά παθαίνει όποιος δεν φτύνει ποτέ το αίμα από τα
εσωτερικά χτυπήματα. Αναμιγνύεται με το καθαρό,
το ζεστό. Του ρίχνει τη θερμοκρασία αργά αργά, του
χαλάει τη ρευστότητα. Τώρα κρυώνω. Είμαι γυμνός
και κουκουλωμένος με όλα τα βαριά σκεπάσματα.
Απ’ αυτά τα παλιά, που σε τσιμπάνε. Προσπαθώ με
δυσκολία να ακούσω τη βροχή, παρακαλώντας τους
χτύπους της καρδιάς μου να κάνουν ησυχία.