Page 63 - mag_53
P. 63
του Σπύρου Διαμάντη
Λες και το διπλανό δέντρο θα
την άρπαζε, θα την έβαζε στην
μεγάλη κουφάλα του και θα την
Έφτασε λαχανιασμένη εξαφάνιζε για πάντα. Είχε αρχίσει
να φυσάει κιόλας και τα νερά
και καταϊδρωμένη, του ποταμού είχαν αρχίσει να
με ελάχιστες δυνάμεις αγριεύουν. Περίμενε κι άλλο λίγο,
πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα,
στην ξύλινη πλατφόρμα. κάθισε κάτω και έσπρωξε με το
πόδια της την βαλίτσα. Ακούστηκε
Ήταν λίγο πριν ο κλασικός θόρυβος. Την είδε να
μετακινείται μαζί με το νερό για λίγα
τη δύση του ήλιου. δευτερόλεπτα. Μετά βυθίστηκε,
Τέτοια ώρα όπως και οι δύο προηγούμενες.
Αυτή ήταν η τελευταία. Ξάπλωσε
δεν ήταν κανείς ανάσκελα στην πλατφόρμα χρη-
τριγύρω. σιμοποιώντας το κοκαλιάρικο 63
χέρι της για μαξιλάρι και έκλεισε
Ακούμπησε τα μάτια της.
την τουμπανιασμένη βαλίτσα Όταν τα άνοιξε ξανά, συνειδητο-
ποίησε πως είχε μεσολαβήσει
ακριβώς δίπλα της, όνειρο ενδιάμεσα. Είδε πως
το περιεχόμενο των τριών
με μία κλίση τέτοια, βαλιτσών, ήταν μοιρασμένο
ώστε να την ακουμπάει σωστά σε όλα τα σημεία του
σπιτιού. Όλα τοποθετημένα στη
στο πόδι. θέση τους. Η δεξιά ντουλάπα
γεμάτη. Τα παπούτσια του όλα
εκεί. Η οδοντόβουρτσα και η
πετσέτα στην καθιερωμένη θέση
τους στο μπάνιο. Τα γυαλιά του
στο κομοδίνο. Τα βιβλία του
στοιβαγμένα με συγκεκριμένο
τρόπο στην βιβλιοθήκη. Το
ξεπουπουλιασμένο απ'τα χρόνια
μαξιλάρι του. Ακόμα και τα
πράγματα μετά το ατύχημα. Το
μηχάνημα του οξυγόνου που τόσο