Page 64 - mag_56
P. 64
ΜiKΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ
Το Πάσχα
των παθιασμένων
αναγνωστών
Θυμήθηκε την πριγκίπισσα και το μπι- δώσει γρασίδι για να βοσκήσουν οι ελ-
ζέλι ― ή ρεβίθι, σε κάποιες ελληνικές πίδες της. «Το γιατί το ψίχουλο στην
εκδοχές. Δεν χαμογέλασε. Σκέφτηκε τη τσέπη θα το απαντήσω αύριο, που θα
μητέρα της, όταν την κουτσομπόλευε είναι άλλη μέρα» έστησε μέσα της μια
με φίλες της. «Πού τη χάνεις πού τη μυθιστορηματική φράση, τέτοια που
βρίσκεις, μονίμως μ’ ένα βιβλίο στο να την βολεύει και να ταιριάζει με τον
χέρι! Τέτοιο πάθος… Ποιος θα βρεθεί άνεμο που παράσερνε φύλλα και σκου-
να την πάρει;» πίδια έξω.
Ποιος θα βρεθεί να πάρει μια παθια- Μετά άκουσε το κουδούνι της κάτω
σμένη αναγνώστρια; Πού θα περάσει πόρτας. Άφησε με δυσφορία το βιβλίο
το Πάσχα μια παθιασμένη αναγνώστρια και σηκώθηκε.
χωρίς ταίρι; Είχε γελάσει. «Πάσχα ση- Είδε το πρόσωπό του από τη θυροτη-
μαίνει πέρασμα» είχε μουρμουρίσει. λεόραση.
«Στο σπίτι μου!» είχε πει χωρίς θυμό. Τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που ήξε-
«Στο σπίτι μου θα είμαι το Πάσχα και ρε και έβλεπε στον πάγκο του βιβλιο-
64 θα σουβλίζω αθώα βιβλία». Η μητέρα πωλείου ή την ώρα που της κατέβαζε
της είχε κουνήσει με συμπόνια το κε- και της έδινε ένα βιβλίο από το ράφι.
φάλι. Παραξενεύτηκε που δεν δίστασε να του
Το χέρι της δεν είχε σταματήσει να ανα- ανοίξει παρόλο που ήταν πολύ προσε-
ζητάει την ανωμαλία στη δεξιά σελίδα. χτική. Περισσότερο όμως παραξενεύ-
Ξεφύλλισε το βιβλίο, έφτασε στη σελί- τηκε που, όταν είδε το πρόσωπό του
δα 273 και εκεί το είδε. Ψίχουλο ήταν, στη μικρή οθόνη, ένα ρίγος διέτρεξε
λίγο πατικωμένο. τη δεξιά της παλάμη και τις ρόγες των
Χαμογέλασε ―κυνηγού χαμόγελο, σο- δαχτύλων της· σαν να χάιδευε το εξώ-
βαρό― το έπιασε και το έβαλε στη δε- φυλλο, σε χαρτί σαμουά 300 γραμμα-
ξιά τσέπη του μπλουτζίν της. ρίων με αυτιά, ενός παλιού βιβλίου με
«Γιατί;» αναρωτήθηκε και κοίταξε έξω τυπογραφική, κι όχι όφσετ, εκτύπωση
τα δέντρα που ανεμοδέρνονταν στον όπου τα στοιχεία και το κλισέ της εικό-
ανοιξιάτικο αέρα. Το φως του δρόμου νας είναι τυπωμένα με αυξημένη πίεση
δραματοποιούσε τις παράξενες συστρο- έχοντας αποκτήσει την αξία θαυμαστού
φές των κλαδιών, σαν να υποφέρανε εσώγλυφου για την αφή.
από έναν παράξενο πόνο, σαν ένα θείο Ενώ σκεφτόταν αυτά, άκουσε το απαλό
πάθος τα είχε κυριεύσει. «ντουπ» του ανελκυστήρα.
«Γιατί;» ξαναρώτησε τον εαυτό της. «Αφού ασανσέρ το λέω…» απολογή-
Συνέχισε το διάβασμα αρνούμενη να θηκε βουβά για τη λέξη που διάλεξε η