Page 55 - mag_56
P. 55
του Γιώργου Σούλογλου
Κάθε μέρα έπαιρνε τη στράτα για το Δεν φαινόταν η κοπελιά, εξόν από τις
δεντρί, τα πόδια του μάτωναν από τα στάλες το αίμα που πρόδιναν τα γυμνά
θάμνα με τα αγκάθια για να φτάσει, της πόδια. Ο νιος μόλις έφτασε, άδειασε
να του πάει λίγο νερό να του μιλήσει, το παγούρι με το νερό γύρω και κάθισε
φοβόταν μην απολησμονήσει, μη να ξαποστάσει. Αφού μίλησε λιγάκι με
και λησμονηθεί. το δέντρο του, αποκοιμήθηκε δίχως
Ο καιρός περνούσε γοργά, θέριεβε να καταλάβει τίποτε, η κοπελιά έστεκε
το δεντρί και μαζί του κι ο μικρός, παρακεί να τον χαζέβει κι αφτόν και
ώσπου η άνοιξη ήρθε να ξεθωριάσει κείνο.
και να σβήσει τον χειμώνα. Γιόμισε Το καλοκαίρι πέρασε, ήρθε ο
μπουμπούκια το δέντρο, μόρφυνε, το χειμώνας τα μπουμπούκια όμως δεν
ίδιο κι ο μικρός που πια είχε γίνει νέος, έπεφταν, άνθιζαν πιότερο. Ο νιος τάχε
τα μπουμπούκια τάχε τώρα στη καρδιά,
στο νου, τα ταίριαζε με το δέντρο του χαμένα μια με τα μπουμπούκια, μια
τα ’πλεκε και φτιάνανε στεφάνι. με την κοπελιά που όποτε κατέβαινε
Μια μέρα το φόρεσε και κατέβηκε στο στο χωριό τον κοιτούσε στα μάτια 55
χωριό με τα ματωμένα πόδια, ούλοι τα και χαμογελούσε, μόνο το χαμόγελο
πόδια του κοίταζαν, μόνο η κοπελιά με φαίνονταν από τις μακριές κοτσίδες.
τις μακριές κοτσίδες είδε το στεφάνι, Μόνο όταν η Ανοιξη έκανε την
σκιάχτηκε λιγάκι, τον πέρασε για τον εμφάνισή της κατάλαβε ο νιος. Μόνο
Διόνυσο, εφθύς όμως θυμήθηκε τον τότες είδε το άλλο δεντρί της κοτσιδούς
ματωμένο συγχωριανό της. δίπλα στο δικό του αγκαλιά. Γι’αφτό
Την επόμενη μέρα μόλις ο ήλιος δεν έπεφταν τα μπουμπούκια, γι’ αφτό
χάραξε την ανατολή στον ορίζοντα, η άνοιξη κρατούσε αιώνια. Μόνο τότες
βρήκε τη κοπελιά να παραμονέβει στο είδε το κορίτσι με τα ματωμένα γυμνά
σοκάκι που έπαιρνε κάθε πρωί ο νιος. πόδια και το στεφάνι στη κεφαλή πλάι
Δεν άργησε να φανεί, τον ακολούθησε του.
αόρατη καθώς ήταν μέσα στις μακριές Αγκαλιά τώρα πήραν το δρόμο για το
κοτσίδες της. χωριό, στον καφενέ ούλοι εκστατικοί
κοίταζαν τα δυο ολάνθιστα στεφάνια. Το
άλλο πρωί όλο το χωριό παραμόνεβε
στο ίδιο σοκάκι... Την άλλη μέρα ούλοι
είχαν ματωμένα πόδια πια και ένα
στεφάνι στην κεφαλή.