Page 69 - Magazine 87
P. 69
της Δήμητρας Ξενάκη
ίχνη... σει. Πριν καν απαντήσω είχες φέρει Σε ξαναείδα μετά από χρόνια.
Η σταγόνα από τον ορό έτρεχε αργά
ένα τετράδιο και έψαχνες στις σελίδες
του.
στο κορμί σου. Ήξερα πως δεν είχα
«...Το σώμα μου υπάρχει, μόνο εκεί
μπροστά μου το συμπαγές σώμα, που
που άφησες τα ίχνη σου. Μόνο εκεί
έψαχνες. Ήξερα πως τώρα ήταν πιο
που έκαναν σχήματα τα δάχτυλα και
τα μάτια σου. Μετά από σένα έγινα δι-
διάβαζες εκείνες τις αράδες.
άτρητη. Σαν κλαδιά γέρικης ελιάς, που διάτρητο, από ‘κείνη τη μέρα που που
Δεν σου μίλησα καθόλου γι' αυτό.
αλλού φτιάχνουν συμπαγές αδιαπέρα- Όταν άνοιξες τα μάτια, τρόμαξα από το
στο τείχος κι αλλού αφήνουν κενά. φώς που έβγαζαν. Δεν την αντέχα τόση
Η Αθηνά -η θεά- το κανόνισε έτσι. Να αντίθεση. Πρόσωπο χλωμό και κου-
εναλλάσεται η πυκνή ύπαρξη με την ρασμένο και μάτια γεμάτα λάμψη.
αραιόπλεχτη. Μόνο οι θεοί -είπε- μπο- Προσπάθησα να σου χαμογελάσω κι
ρούν ν’ αντέξουν βαριά συναισθήματα, εσύ έκανες το ίδιο.
σε όλο το σώμα. Μόνο εκείνοι αντέ- Ήταν απόγευμα.
χουν το βάρος κάθε ίχνους. Έξω χρώμα γκρί και η βροχή να δέρνει 69
Κι εγώ με ύβρι, ζήτησα να γεμίσω, από τα παράθυρα.
τα ίχνη της δικής σου ύπαρξης. Έπεφτε πάνω στα τζάμια. Άφηνε τις
Βλέμματα, σχήματα, χρώματα, ανά- σταγόνες να κυλούν αργά χαράζοντας
σες....
Όλα τα θέλω - τους είπα- μέσα κι έξω τη δική τους πορεία.
απ’ το γήινο κορμί μου. Η σταγόνα του ορού στο χέρι σου.
Όλα τα αντέχω! Οι σταγόνες της βροχής στα τζάμια.
Οι Θεοί θύμωσαν... Είπες
Όμως εγώ, αναζητώ πάντα, το συμπα- «...Κοίτα οι σταγόνες εκεί έξω αφήνουν
γές μου σώμα. Αυτό που θα φτιαχτεί, ίχνη...»
όταν τα δικά σου αποτυπώματα, με κα- Χαμογελάσαμε πάλι σιωπηλά.
λύψουν ολάκερη. Ξέραμε και οι δυό καλά το μεγαλείο
Όταν η δική σου αγάπη κλείσει τα κενά. κάθε ίχνους.
Μόνο έτσι ζω. Και ξέραμε ακόμα πως τα ίχνη στο τζά-
Δεν μ’ ενδιαφέρει αν θάρθει τιμωρία μι, δεν θα κάλυπταν κενά στο σώμα.
απ' τους θεούς...» Είχαν έρθει για να καλύψουν τα λόγια
Σταμάτησες να διαβάζεις, με κοίταξες που δεν μπορούσαν να βγούν πιά στον
κι έπειτα κοίταξες προς το παράθυρο, αέρα...
σαν να περίμενες κάτι νάρθει απ’ έξω.