Page 61 - mag_66
P. 61
ΝΑρΚΟπΑΙΔΙΑρΙΣΜΑΤΑ
του Αχιλλέα ΙΙΙ
Η Αγγελική συνήθιζε να τοποθετεί μικρές νάρκες μέσα σε κάθε συζήτηση στην
οποία συμμετείχε. Θέματα κρυμμένα κάτω από λεπτές στρώσεις λέξεων, τα
οποία, σε περίπτωση που κάποιος έκανε το λάθος να τα θίξει, προκαλούσαν
αλυσιδωτές εκρήξεις λυγμών και δακρύων, οδηγώντας στη σιωπή, ή –ακόμη
χειρότερα– σε λόγους παρηγοριάς και συγνώμες.
Τις περισσότερες φορές επρόκειτο για αναφορές σε ασήμαντα πράγματα ή
γεγονότα που –ενώ μέχρι να τα αγγίξει κανείς έμοιαζαν με αθώα χνουδωτά
λαγουδάκια, ή με λιθάρια στην άκρη του δρόμου, πάνω στα οποία μπορούσε
κανείς να καθίσει για να δέσει τα κορδόνια του– μεταμορφώνονταν στη στιγμή
σε άκαρδα πλοκαμοφόρα κτήνη, που τρέφονταν αποκλειστικά από τον πόνο της
Αγγελικής και ξεδίψαγαν από τα αλμυρά ποτάμια των ματιών της. Όποια και αν
ήταν η αφορμή, το δράμα ξεκινούσε πάντα με ένα ελαφρύ διακεκομμένο ρου-
θούνισμα, που θύμιζε τον ήχο που κάνει ένα λαγωνικό όταν προσπαθεί να μυ-
ρίσει κάτι στον αέρα. Ακολουθούσε ένας μακρόσυρτος λυγμός που έφτανε από
πολύ μακριά και αυξανόταν σταδιακά σε ένταση, για να κορυφωθεί τη στιγμή
που η Αγγελική άνοιγε το στόμα της στραβοδιάπλατα και απελευθέρωνε εκείνο 61
που τόση ώρα περίμενε υπομονετικά μέσα της.
Όταν οι υπόλοιποι έφευγαν και έμενε μόνη της, καθόταν όρθια μπροστά σε έναν
ολόσωμο καθρέπτη και –ξαναφέρνοντας στο μυαλό της ό,τι λίγο νωρίτερα την
είχε φέρει σε απελπισία και θρήνο– επαναλάμβανε όσο πιο πιστά μπορούσε το
ξέσπασμα της, απολαμβάνοντας το θέαμα που είχε προσφέρει στους άλλους.
Έπειτα, καθόταν στην πολυθρόνα της, δίπλα στο σβηστό τζάκι, μ’ ένα ποτήρι
αλατόνερο στο αριστερό χέρι, και σημείωνε λέξεις και σειρές λέξεων που θα
προκαλούσαν τις επόμενες εκρήξεις της, σε ένα τετράδιο με κόκκινες ραγισμέ-
νες καρδούλες στο ροζ του εξώφυλλο: πορτατίφ, τσαγιέρα, αντισύλληψη, κού-
τσουρο, θείος Τάκης, ζάχαρη, φακόρυζο, ρεβέρ, σπασμένη κιθάρα, εισαγωγές-
εξαγωγές, φαινόμενο του θερμοκηπίου, γατούλα, σαλμονέλα, ευρετήριο των
συμπτώσεων, παπαγάλος, να κλείσω το παράθυρο, μπίρα.
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσμον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979,
το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαμβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγματικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο
υλικό της και να συμπληρώνει τα κενά με παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισμό εκείνων που λατρεύ-
ουν το μονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους μάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα
δερμάτινα ντιβάνια και τα θερμαινόμενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάμους, βιβλιοπαρουσιάσεις και
λοιπές εκδηλώσεις –με τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία
δώδεκα χρόνια είναι μέλος του container rock συγκροτήματος Bog art.