Page 53 - mag_69
P. 53

της Χριστίνας Πομόνη











               «Έτσι σε έχουν μάθει. Η ψυχή της παρέας. Η



               χαρά της ζωής. Όμως, μέσα σου ξέρεις: τί-


               ποτε από όσα ζεις, δεν είναι αλήθεια. Η μόνη



               αλήθεια είναι αυτή που είπες στα σοβαρά. Η



               μόνη αλήθεια που κανείς δεν πίστεψε.»






               Οι μεγαλύτερες αλή-                υπάρχουν τόσοι πολ-                  νιζε και ο πατέρας
               θειες λέγονται  στα                λοί ευτυχισμένοι εκεί                σου στεκόταν έξω

               σοβαρά.                            έξω, όχι δεν είναι η                 από την αποθήκη, ένα
               Έχεις συνηθίσει να                 αλήθεια των πολλών,                  μικρό κτίσμα δίπλα

               γελάς και να αστειεύ-              αλλά ο τρόπος των                    στο πατρικό σπίτι.                       53
               εσαι και να κρύβεσαι               ανθρώπων να αστει-                   Στεκόταν στο κρύο

               πίσω από το δάχτυλό                εύονται και να ξεγε-                 και παρατηρούσε τα

               σου και το χιούμορ                 λούν τον θάνατο.                     παιδιά που είχες προ-
               σου και να ακολου-                 Κρύβεσαι πίσω από                    σκαλέσει για να γιορ-

               θείς το πρόσταγμα                  τα αστεία σου και τα                 τάσουν τα γενέθλιά
               της κοινωνίας ‘γελά-               πειράγματα ενώ, κατά                 σου. Εσύ  ήσουν ξα-

               τε γιατί  χανόμαστε’,              βάθος, ξέρεις πως οι                 πλωμένος στο εσω-
               ‘μην είσαι μίζερος’,               μεγαλύτερες αλήθειες                 τερικό της αποθήκης,

               ‘να έχεις θετική ενέρ-             είναι ρευστός πηλός                  ντυμένος μ’ ένα λευ-
               γεια’, ‘καλή  συνέχεια             που αναπλάθει τις φο-                κό φόρεμα. Έτσι σε

               εύχομαι’,  και όλα                 βίες σου, ένα συρμα-                 ήθελε ο πατέρας σου,
               αυτά τα υπερ-θετικά                τόπλεγμα που χτυπάς                  έτσι σου είπε πως

               που έγιναν της μόδας,              επάνω του και τραυ-                  έπρεπε να κάνεις, κι

               αλλά, εντέλει, σε τρο-             ματίζεσαι, μία ανομο-                εσύ τον άκουσες, πα-
               μάζουν γιατί δεν είναι             λόγητη νοσταλγία, μια                τέρας σου ήταν, του

               η αλήθεια σου, γιατί               μετέωρη,          αγέραστη           είχες      εμπιστοσύνη,
               δεν είναι η αλήθεια                κι όμως, ολοζώντανη                  δεν θα σου έκανε

               των πολλών, και το                 λησμονιά.                            κακό, ένιωθες άβο-
               ξέρεις, δεν μπορεί να              Εκείνο το βράδυ χιό-                 λα με το ρούχο, αλλά
   48   49   50   51   52   53   54   55   56   57   58