Page 79 - mag_70
P. 79

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου











               «Έτσι θα ζήσω;» ήταν η πρώτη ερώτηση που τόλ-                      αφόρετες, υπηρετώντας την

               μησα. Η φωνή του δεν ακούστηκε. Ίσως να κού-                       ανάγκη «να έχουμε για αύ-
               νησε το κεφάλι του πάνω κάτω· δεν το είδα αλλά                     ριο». Η μάνα, που με ανά-

               το φαντάστηκα γιατί πάντα έτσι έκανε. Μέχρι                        θρεψε όπως είχε εκπαιδευ-

               τώρα, δεν είχα αντιληφθεί την κατάσταση και                        τεί: αποταμιεύοντας όνειρα
               ξαφνιάστηκα. Δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς αυτό                         για το μέλλον. Με αυτά

               που ένοιωσα, πάντως καλό δεν ήταν. Επιπλέον,                       κάλυπτε το φόβο και την

               τελευταία με περπάταγε μια σωματική αδυναμία,                      αδυναμία της ν’ αντιμετω-
               η οποία επεκτεινόταν σε ψυχική και με εμπόδιζε                     πίσει  την  πραγματικότητα.

               να ξεχωρίζω τα συναισθήματα που με κατέκλυ-                        Με αυτά μπούκωνε κι εμένα
               ζαν.                                                               σε κάθε αλλαγή της μόδας,

               Πρώτα σάστισα. «Γιατί να μη μπορώ να συνεχί-                       μεταποιώντας όλα της τα

               σω τη ζωή μου χωρίς αλλαγές; Τόσες γυναίκες                        ρούχα –μαζί και τις πενήντα
               το είχαν επιτύχει πριν από μένα κι άλλες, ακόμα                    φούστες– για να σκοτώνει

               περισσότερες, θα προσπαθούσαν στη συνέχεια                         τις δύσκολες ώρες της· το                     79
               μέχρι να το καταφέρουν» ήταν η δεύτερη σκέ-                        χειμώνα τα καλοκαιρινά, το

               ψη που έκανα. Αγαπούσα τη ζωή μου έτσι όπως                        καλοκαίρι τα χειμωνιάτικα.

               ήταν, δεν ήθελα να κυλάει ξερή και κρύα. Μεσο-                     Μια κληρονομιά που δεν
               λάβησε μέσα μου άλλο ένα κενό έως την επόμενη                      άντεχα αφού προτιμούσα να

               σκέψη κι εκεί που νόμιζα ότι την είχα συγκροτή-                    συμπεριφέρομαι σαν αγό-

               σει σταμάτησε ο χρόνος. Κάποια συναισθήματα,                       ρι  καθόσον  με  τάραζαν  το
               γνωστά από τότε που πέθανε η μάνα μου, άρχι-                       αίμα, οι σκοτεινές σπηλιές

               σαν να επανεμφανίζονται και να σωματοποιού-                        και τα βάθη. Ωστόσο, εκεί-

               νται. Τ’ αυτιά μου βούλωσαν από τη συριστική                       νη με καθησύχαζε και όταν
               σιγή που απλώθηκε γύρω μου. Κι ενώ προσπα-                         φώναζα στον ύπνο μου ότι

               θούσα να προσδιορίσω αν το διάστημα που είχα                       ήθελα να γίνω πουλί και να
               ταλαιπωρηθεί ήταν μέρες, μήνες ή χρόνια, μέσα                      πετάξω μού έβαζε κρύες κο-

               σ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου –με ένα «δεν»– η                       μπρέσες στο μέτωπο για να

               αιτία της ταλαιπωρίας μου είχε εξαερωθεί, σαν                      φύγει το κακό.
               εκπνοή ανακούφισης.                                                Πρώτη  φορά  που  το  φώ-

               Έπρεπε να το εκμεταλλευτώ για να κερδίσω το                        ναξα δεν πήγαινα ακόμα
               χαμένο χρόνο. Έτσι έκανα και τότε που πέθανε                       σχολείο. Ξύπνησα ξαφνι-

               η μάνα μου κι άφησε πίσω της πενήντα φούστες                       κά μέσα στη νύχτα και είδα
   74   75   76   77   78   79   80   81   82   83   84