Page 75 - mag_70
P. 75
του Κωστή A. Μακρή
η κομψότητα
ως ιδιότητα
και ως ευχή
κομψότητα η (Α κομψότης, -ητος) [κομψός]· η ιδιότητα του
κομψού*, λεπτότητα, χάρη· ||(αρχ.) (για τη γλώσσα) γλαφυ- 75
ρότητα.
*κομψός –ή, -ό (ΑΜ κομψός, -ή, -όν)· 1. Αυτός που έχει
καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, κα-
λαίσθητος· 2. χαριτωμένος, ευχάριστος· 3. Αυτός που γίνε-
ται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο»· β. «κομψή
συμπεριφορά»)· || (αρχ.) 1. ευφυής, πνευματώδης· 2. επι-
δέξιος σε μια τέχνη· 3. πανούργος, πολυμήχανος· 4. λεπτο-
λόγος, υπερακριβής («κομψός γ’ ο κήρυξ και παρεργάτης
λόγων», Ευρ.). 5. (το ουδ. ως ουσ.) το κομψόν · κομψότη-
τα, λεπτότητα, ακρίβεια. Επίρρ. κομψώς και κομψά (ΑΜ κομ-
ψώς)· με κομψότητα, με χάρη, με λεπτότητα· || (αρχ.) 1. (για
τη γλώσσα) με γλαφυρό τρόπο· 2. (ο συγκριτ.) κομψοτέρως
και κομψότερον· καλύτερα 3. (ο υπερθ.) κομψότατα α) τρυ-
φερότατα, απαλότατα· β) ευφυέστατα· 4. (φρ.) «κομψότερον
έχω»· είμαι καλύτερα στην υγεία μου.
[Από το ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ,
ΑΡΧΑΙΑΣ-ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ-ΝΕΑΣ,
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΠΥΡΟΣ, ©2007]