Page 40 - mag_70
P. 40

εΝασ μπαμπΗσ

                      «σοκολατίτσα

                             κανείς;»





               του έδειξα τις σοκολάτες.                             άλλο παιδί. Και ταλαιπωρηθήκαμε

               Αυτός κοκκίνισε, κιτρίνισε, κοίταξε                   τόσο με την κυρά για να τον αποχτή-
               πλάγια, τον έπιασε βήχας. Κάτι παι-                   σουμε. Εννιά μήνες στο κρεβάτι την

               δάκια που σχολούσαν απ’ το σχολείο                    έβγαλε η γυναίκα μου. Κι ύστερα ήταν
               γεμίσανε άξαφνα το μαγαζί και τον                     και φιλάσθενος ο μικρός, αδύναμος,

               έβγαλαν απ’ τη δύσκολη θέση.  Αφού                    συνέχεια στους γιατρούς τον τρέχα-
               πληρώθηκε  πατατάκια, σοκοφρέ-                        με. Φάρμακα, αντιβιώσεις, εμβόλια.

               τες, μπισκότα και όλα τα συναφή και                   Λέω μπορεί κι απ’ αυτό να είναι, απ’
               σκόρπισε το παιδομάνι, με κοίταξε με                  αυτό  να το ‘παθε αλλά παιδί μου εί-

               κατεβασμένα μάτια.                                    ναι, δεν μπορώ να το πετάξω.»
               «Δεν είναι πάντα έτσι όπως φαίνο-                     Η ιστορία όσο πήγαινε και μου αύξα-

               νται τα πράγματα κυρ Μπάμπη» μου                      νε το ενδιαφέρον.
               είπε μες απ’ τα δόντια του.                           «Τι έπαθε το παιδί άνθρωπέ μου; Εί-

               Κάτι στο ύφος του μου έκοψε τη διά-                   ναι άρρωστο;»
               θεση γι’ αστεία. Έδωσα βάση σκύβο-                    «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πώς να το πω.
   40          ντας προς το μέρος του.                               Είναι να, σαν αυτά, στις σοκολάτες.

               «Τι έπαθες; Τι εννοείς;»                              Είναι άρρωστο κυρ Μπάμπη; Η γυναί-

               Ο ξινός κατέβασε ακόμα περισσό-                       κα μου λέει πως μπορεί να το ‘παθε
               τερο το κεφάλι, κοιτώντας δεξιά κι                    απ’ τα εμβόλια. Εγώ πια δεν ξέρω.

               αριστερά με αγωνία μην μας ακούει                     Αλλά είναι παιδί μου. Οφείλω να το
               κανείς.                                               υποστηρίξω ό,τι κι αν είναι. Κι ας τα

               «Όλα τα βλέπεις διαφορετικά μέχρι                     ξέραμε αλλιώς τα πράγματα.»
               να πάρει φωτιά το σπίτι σου»                          Κοιτούσα μια τις σοκολάτες, μια εκεί-

               «Τι έπαθε το σπίτι σου; Πήρε φωτιά;»                  νον, μια το πάτωμα, άκρη δεν έβγαζα.
               Έγνεψε αρνητικά.                                      «Δεν καταλαβαίνω. Τι μου λες; Ποια

               «Ο γιος μου» είπε με ξεψυχισμένη                      πράγματα;»
               φωνή και το μούτρο του πήρε ένα                       Ο ξινός έβγαλε έναν βαθύ αναστε-

               μπλαβί χρώμα.                                         ναγμό κι ύστερα άρπαξε μια σοκολά-
               Είχα δει το αγόρι που συχνά καθόταν                   τα απ’ τον πάγκο.

               στο μαγαζί τ’ απογεύματα. Μια χαρά                    «Πανάθεμά τες για σοκολάτες, πα-
               παλικάρι ήταν.                                        νάθεμά τες για διαφημίσεις. Τι δεν

               «Ε, τι έπαθε το παιδί; Έπαθε κάτι;» η                 καταλαβαίνεις κι εσύ; Όλα στη φόρα
               διάθεσή μου γι’ αστεία είχε πάει περί-                βγήκαν σου λέω. Ο γιος μου είναι, εί-

               πατο μπροστά στο ζόρι του.                            ναι τέτοιος, σαν κι αυτούς, τι δεν κα-
               «Ξέρεις κυρ Μπάμπη εγώ δεν έχω                        ταλαβαίνεις; Αφού γι’ αυτό ήρθες κι
   35   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45