Page 95 - mag_71
P. 95

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου











               Διάλεξα ένα τραπέζι δίπλα στο κύμα κι αγνά-                        φρώματα” του ζώου σας»,

               ντευα τη θάλασσα. Λίγο ν’ άπλωνα τα χείλη μου                      είπα όσο πιο ευγενικά μπο-
               θα φίλαγα τα βότσαλα. Σε κάνα δυο ακόμα τρα-                       ρούσα, προσπαθώντας και

               πέζια οι άνθρωποι μιλούσαν ήσυχα μεταξύ τους.                      σβήσω και το παραμικρό

               Ευτυχώς ήταν όμορφα στη δροσιά γιατί η πα-                         ίχνος ειρωνείας από την έκ-
               ραγγελία μας θα αργούσε. Από τότε που η επαρ-                      φρασή μου.

               χία είχε γίνει περιφέρεια δεν βιαζόταν κανένας.                    «Θα τα μαζέψω» είπε κι έκα-

               Ένας  νεαρός  και  το  σκυλί  του  κοντοστάθηκαν                   νε πάλι να φύγει.
               μπροστά μου, ντερέκια και οι δύο. Και να ήθε-                      «Περιμένω» του είπα σκλη-

               λα δεν μπορούσα ν’ αποφύγω το θέαμα. Ο δι-                         ρά αυτή τη φορά. Είχα αρχί-
               κός μου ο σκύλος, ευνουχισμένος χρόνια, έκανε                      σει να φουντώνω.

               «μούτες» κάτω απ’ το τραπέζι. Στο πρώτο «γρου»                     «Εντάξει, σας είπα θα τα μα-

               του ψιθύρισα «Κύριος» κι από τότε δεν έβγαλε                       ζέψω» μουρμούρισε χωρίς
               άχνα· να μην ενοχλούμε και τους διπλανούς.                         να με κοιτάξει ενώ συνέχισε

               Το ξένο ζωντανό τουρλώθηκε μια ευθεία από                          ν’ απομακρύνεται.                             95
               τη μύτη μου. Το αφεντικό του είχε ήδη προσπε-                      Προσπάθησα να κρατήσω

               ράσει, κοιτάζοντας αδιάφορα τάχα τα κύματα.                        την ψυχραιμία μου. Η παρέα

               Είπα, δεν μπορεί, θα πισωγυρίσει, δίπλα του έγι-                   μου έκανε ότι μπορούσε για
               νε το «ξαλάφρωμα». Όμως, εκείνος συνέχισε ν’                       να με ηρεμίσει.

               απομακρύνεται ακόμα κι όταν το ζωντανό τουρ-                       «Ξέσκισέ τον, τον μαλάκα»,

               λώθηκε ξανά.                                                       ακούστηκε κάποιος από το
               «Κύριε» του φώναξα μα δεν μου απάντησε. Δεν                        διπλανό τραπέζι.

               μπορούσα να τον αφήσω να εκτεθεί –«σκυλομά-                        Το εξέλαβα κυριολεκτικά

               να» είμαι. Ο δικός μου ο σκύλος με έγλυφε κάτω                     ως επιθετική προτροπή. Αν
               απ’ το τραπέζι.                                                    δεν συγκρατιόμουν το επό-

               «Κύριε» ξαναφώναξα, δυνατότερα αυτή τη φορά,                       μενο  βήμα θα  ήταν να  του
               και τότε γύρισε ενοχλημένος. Στο πρόσωπό του                       ορμήσω. Όμως, με είχαν

               απλωνόταν μια ξινίλα κομμένης μαγιονέζας.                          υποτιμήσει. Σκέφτηκα ότι το

               «Κύριε, ξεχάσατε τα “κακάκια” του σκύλου σας»                      τσαγανό χρειάζεται έξυπνες
               είπα δυνατά αλλά ευγενικά. Έδειχνε να μην κα-                      κινήσεις για να ισοζυγιάσει

               ταλαβαίνει από πού ερχόταν η φωνή, σαν να μην                      την επιμονή με την υπομονή.
               άκουγε. Σηκώθηκα και πήγα κοντά του.                               Έβγαλα από την τσέπη μου

               «Θα σας παρακαλούσα να μαζέψετε τα “ξαλα-                          το κινητό, ζούμαρα πάνω
   90   91   92   93   94   95   96   97   98   99   100