Page 50 - mag_74
P. 50
εΝΑΣ μΠΑμΠΗΣ
Kολύμπααα
Ακούμπησα στην κουπαστή του κατα- ξεφύγει, μπρος η θάλασσα και πίσω του
στρώματος χαζεύοντας τη θάλασσα. Τα οι διώκτες, ήρθε και κόλλησε στο κάγκε-
χέρια μου έψαυαν τους κόμπους της λα- λο της κουπαστής σα να ήθελε να γίνει
δομπογιάς στο κάγκελο, αναζητώντας ένα μαζί της.
ποιος ξέρει ποιους παλιούς αποχαιρετι- «Πίσω! Μην με πλησιάσει κανείς!» κραύ-
σμούς ακουμπισμένους εκεί, ποια λόγια γασε με φωνή τρελού.
παρηγοριάς ή θυμού, ποιους όρκους. Το πλήθος, δηλαδή τι πλήθος, καμιά δε-
Ένας νεαρός παραδίπλα κούναγε το κε- καριά άνθρωποι ήταν που τον κυνηγού-
φάλι του στον ρυθμό μιας μουσικής που σαν, στάθηκαν γύρω του σε κλοιό πολι-
μόνο εκείνος άκουγε. Τα μεγάλα ακου- ορκίας. Πρόσεξα ότι ο ένας από αυτούς
στικά στ’ αυτιά του, του επέτρεπαν να κρατούσε πιστόλι, ένας άλλος μαχαίρι κι
μην ανήκει στον κόσμο τούτον. Αλλά ένας τρίτος είχε παραβιάσει την πυρο-
και ποιος ανήκε άραγε; Έριξα μια ματιά σβεστική φωλιά της τρίτης θέσης κι είχε
στους υπόλοιπους συνταξιδιώτες. Δύο πάρει μαζί του το τσεκούρι.
κοιμόταν χυμένοι πάνω στις πλαστικές «Μα μην κάνετε έτσι κύριέ μου, μην θο-
τους καρέκλες με το στόμα ανοιχτό. Ένα ρυβείτε τόσο πολύ, στο κάτω - κάτω
50 ζευγαράκι χαμουρευόταν κόσμια, τρία εσείς μας το ζητήσατε, γιατί αντιδράτε
κορίτσια έβγαζαν τη μία σέλφι μετά την τώρα;» η κυρία με το μπεζ φόρεμα που
άλλη, ο μπάρμαν κοιτούσε έναν αγώνα μίλησε εξ ονόματος όλων, ακούστηκε
στην τηλεόραση. ήρεμη και μειλίχια.
Ένιωσα το γνωστό τρίξιμο κάτω απ’ τα Ο κυνηγημένος κόλλησε περισσότερο
πόδια, άκουσα στο μεγάφωνο τα γνω- στα κάγκελα.
στά λόγια της αναχώρησης, η σημαία «Δεν ήξερα τι έλεγα» ούρλιαξε με αγω-
κυμάτισε ξαναμμένη στον ιστό της, φεύ- νία κι ύστερα γύρισε προς τα εμένα «πες
γαμε. Και μόνο αυτή η αίσθηση μου έφε- τους κι εσύ, μίλα τους!»
ρε ένα χαμόγελο στα χείλια. Φεύγω από Άνοιξα το στόμα μου μα παραδόξως
κάπου για να πάω κάπου αλλού, αυτό δεν βγήκε καμία φωνή.
από μόνο του δεν είναι ελπιδοφόρο; Αυτός με το πιστόλι έκανε ένα βηματάκι
Θέλω να πω σε βγάζει θες δεν θες από προς τον στόχο.
το αδιέξοδο. «Μην κάνεις σαν παιδί. Να δεις, ούτε
Είχαμε αφήσει πίσω μας το λιμάνι του που θα το καταλάβεις, ένα μπαμ κι ύστε-
Πειραιά όταν ακούστηκε ο σαματάς. ρα όλα σκοτάδι και γαλήνη.»
Φωνές, βρισιές, ποδοβολητά, όλα ανα- Αυτός με το μαχαίρι τεντώθηκε.
κατεμένα. Ένας άνθρωπος έτρεχε φω- «Μην ακούς μαλακίες. Μια φορά πεθαί-
νάζοντας στο κατάστρωμα και κάποιοι νεις, κάντο ηρωικά τουλάχιστον» και
άλλοι τον κυνηγούσαν μαινόμενοι. Ο ανεβοκατέβασε το μαχαίρι σπαθίζοντας
άνθρωπος, μην έχοντας δρόμο για να τον αέρα.