Page 31 - mag_75
P. 31

της Ολβίας Παπαηλίου











               Ήτανε λες κι ο τρόπος της να σκέ-                     στη μητέρα. Κατά τα άλλα τίποτα, και

               φτεται διαστάσεις έπαιρνε καινούρ-                    τα λεφτά της δεν μαζεύονταν πολύ
               γιες, υψιπέταγε σε μέρη που δεν εί-                   και δεν της φτάνανε, η άρρωστη είχε

               χαν στεναγμό, σε κάποιες θάλασσες                     ανάγκη γιατρικά, σιρόπια, μέντες, και
               που υπήρχανε ανάμεσα στα άστρα,                       κάτι άλλα φάρμακα για νεύρα χαλα-

               γαλαξίες. Η δαχτυλήθρα της είχε το                    σμένα. Τις Κυριακές την κόρη της
               παρονόμι της, το ψαλιδάκι για τις                     κάποτε αναγνώριζε, κάποτε την ανέ-

               άτακτες κλωστούλες το φώναζε με                       βαζε πουτάνα και σκρόφα την κατέ-

               το χαϊδευτικό του, όταν χανόντανε τα                  βαζε, που έβγαζε τα μάτια της, που
               σύνεργα εκείνη τα καλόπιανε να της                    άνοιγε τα πόδια της στον έναν και

               ξαναφανούνε, "Πού γλυστρίσατε"; Κι                    στον άλλον. Αλλά η τρέλλα δεν ζητά-
               εκείνα ανελλιπώς την υπολήπτονταν,                    ει άδεια να έρθει, αφήνει το επισκε-

               την υπακούγανε, χατήρι της δεν χά-                    πτήριό της μόνο, αρχικά, και έπειτα
               λαγαν, κι ο κόσμος ήτανε φτιαγμένος                   μπουκάρει από τα πορτοπαράθυρα,

               από άγγελο. Και το τρανζιστοράκι                      ποιός είδε την τρελλή και δεν φοβή-                        31

               από δίπλα απ΄το χουρχούρ της μη-                      θηκε. Όμως τη μάνα μας δεν πρέπει
               χανής της. Ούτε καφέδες αλλά ούτε                     να φοβόμαστε, αντίθετα πρέπει να τη

               και τσιγάρα, μόνο μια κίτρινη μεζού-                  σεβόμαστε, το λένε και οι δέκα εντο-
               ρα πού και πού, για να ξεσκάει απ΄τα                  λές. Και έτσι πήγαινε τις Κυριακές,

               γαζώματα, να μην πιαστούν τα πόδια                    βρέξει-χιονίσει. Και ας πνιγότανε
               της, λίγο να ξεμουδιάσει. Στα παρα-                   σε χρώματα λαμέ, σε χρώμα μπλε

               μύθια τα παλιά οι μοδιστρούλες ξα-                    ακύλιστων δακρύων ποντιζότανε,

               γρυπνάγανε για να ετοιμάσουν του                      και καταποντιζότανε μέσα στο θάλα-
               χορού τα νυφικά και τα φορέματα,                      μο 33 του Αρεταίειου, με την μητέρα

               δαντέλες σαντιγύ. Στις ξένες πόλεις,                  της που άλλοτε την έλεγε “Κορούλα
               στις πρωτεύουσες  του κόσμου,  οι                     μου”, και άλλοτε ούτε την αναγνώρι-

               μοδιστρούλες  ήταν  εύκολα  κορί-                     ζε.

               τσια που πουλάγανε μέχρι και το φιλί
               τους, αυτά λέγονταν. Όμως εκείνη                      Παρηγοριά η ραπτική, ψυχοωφέ-

               ανέβαινε κάθε πρωί και βράδυ της                      λεια. Για να περνά η ώρα σαν γαζάκι,
               με τη συγκοινωνία,  κατέβαινε  με                     καμμιά φορά με λίγη λεμονάδα, μια

               βλέμμα χαμηλόθωρο, πολλά-πολλά                        γκαζόζα. Πολλή η ζέστη, και να πετα-

               δεν είχε με κανένανε, την Κυριακή                     χτώ απέναντι – έλεγε και περνούσε
               στο Αρεταίειο επίσκεψη στην άρρω-                     στο καινούργιο καφέ μπαρ που είχε
   26   27   28   29   30   31   32   33   34   35   36