Page 97 - mag_77
P. 97

της Μαρίας Σκουρολιάκου











               Το πάτωμα και το χαλί από μπεζ χαρ-                   γύρω του και κατεβάζει την κουκούλα
               τόκουτο, στο βάθος της στοάς. Στην                    χαμηλά. Για να κρυφτεί. Να απαγκιά-

               άκρη σφιχτοδιπλωμένες οι κου-                         σει. Αϊ να ξανάρθει Θεέ μου το πρωί.
               βέρτες πλάι στον σάκο με τα λιγοστά                   Μείνε κοντά μου πάλι απόψε, παρα-
               υπάρχοντα και τις νάιλον σακούλες.                    κάλεσε. « Έλα, σήκω. Έλα μαζί μου».

               Πολύχρωμος ο κόσμος του απ’ τα πε-                    Η φωνή ήσυχη, σταθερή. Με την
               ρισσεύματα. Περίσσευμα κι εκείνος,                    ψυχή γυαλιά σπασμένα, ανασήκωσε

               αθέατος  σχεδόν  από  το  ακατάσχε-                   τα μάτια δύσπιστα. «Έλα» επέμενε ο
               το ανθρωπολόι. Ν’ απλώσει χέρι δε                     άνθρωπος. «Έχει μεγάλη παγωνιά.
               μπορεί. Κρατάει το ένα με το άλλο, να                 Πάμε στο σπίτι μου. Έχω ζεστό φαγη-

               φυλακίσει τη κραυγή. Βήματα, ήχοι                     τό και μια γωνιά για να πλαγιάσεις.»
               και αποχρώσεις της ζωής τόσο κοντά                    Υπάρχουν  θαύματα;  Αναρωτήθηκε

               του κι όμως άπιαστα. Η μέρα κουτσά                    χαμένος μες στην απορία. Σηκώθηκε
               στραβά παλεύεται. Φως, σεργιάνι για                   αργά και σαν υπνωτισμένος κοίταξε
               λίγο φαΐ, μικρές κουβέντες. Είναι κι                  τον άντρα. Λιγάκι ανέκφραστος. Βα-

               ο ήλιος που ζεσταίνει τις πληγές που                  θύς. Μπορεί να ήταν κι απ’ το κρύο,
               ‘ναι ανείπωτες κι οι άλλοι να περνούν                 μπορεί και να του φάνηκε. Με προσο-                        97
               τόσο ψηλά που δεν τον βλέπουνε, δε                    χή πλεύρισε το χαρτόκουτο. Το σπίτι

               θέλουν να τον δουν να μη χαλάσει                      του. Τύλιξε τα σκεπάσματα, τα δωρι-
               τον ρυθμό τους. Προχτές σωριάστηκε                    σμένα γάντια. Μ’ ευλάβεια έφτιαξε τον
               ένας κύριος με κοστούμι κι έναν με-                   σάκο. Χουχούλιασε το στεγνωμένο

               γάλο χαρτοφύλακα. Έτρεξαν όλοι και                    στόμα, τις παλάμες. «Ευχαριστώ», ψι-
               του έλεγαν. «Είστε καλά; Χρειάζεστε                   θύρισε. Στο μάγουλο κυλούσε καυτό

               βοήθεια;» Θυμήθηκε τότε που σκό-                      δάκρυ. Καυτή κι η σούπα στο λαιμό
               νταψε, με τ’ αποφόρια φορτωμένος.                     του, κατέβαινε λυτρωτικά. Δεν θυ-
               Το σκέπασμα που πήρε απ’ τον κάδο                     μάται πώς πήγε στην απάνεμη γωνιά.

               και το γιουβέτσι που του έδωσε ο κυρ-                 Ένιωθε μόνο μια θερμή ανάσα πάνω
               Μιχάλης στο Μεταξουργείο. Έπεσε κι                    του. Μια θαλπωρή αλλιώτικη. Άνοι-

               ούτε ένας δεν πλησίασε. Τον κοίτα-                    ξε απότομα τα μάτια με συναισθήμα-
               ζαν από μακριά και προσπερνούσαν.                     τα αγωνίας κι αγαλλίασης. Ένα σκυλί.
               Απόψε κάνει κρύο αλλόκοτο. Η νύχτα                    Είχε ακουμπήσει στο κορμί του. Τον

               ησυχάζει τη ντροπή του, μα βγάζει                     ζέσταινε η αναπνοή του και το σώμα
               νύχια ο φόβος. Κάθεται πέτρα πάνω                     του. Μες στην ομίχλη των δακρύων το

               στην καρδιά του το σκοτάδι. Και πώς                   χάιδεψε. Τα πύρινα αληθινά του μάτια
               να κλείσουνε τα μάτια μες στ’ αγκά-                   τον κοιτούσανε στην παγωμένη νύ-
               θια που φυτρώνουν κάθε τόσο στα                       χτα. Του μιλούσαν την πιο ανθρώπινη

               ματόκλαδα. Πιστρώνει τις κουβέρτες                    τη γλώσσα. Του σκύλου.
   92   93   94   95   96   97   98   99   100   101   102