Page 66 - magazine_85
P. 66

μΙΚΡεΣ ΙΣΤοΡΙεΣ









                                    Ομίχλη...












               Με ρωτάς πως είναι η ομίχλη.                          μυστήριο δέος γι’αυτήν την άγνωστη

               Ti  να σoυ  πω; Δυσκολεύομαι..                        «ομίχλη».
               Βλέπεις... ετούτο το αχνό σεντόνι που                 Την αγαπούσα, ίσως και να την σεβό-

               τυλίγει την πόλη,  έχει πολλούς δε-                   μουν,  την ομίχλη, κι ας μην  την ήξερα.

               σμούς μαζί μου. Κι είναι σαν να μου                   Την φανταζόμουν να ντυνει τον χώρο
               ζητάς να γράψω για τον εαυτό μου και                  μ’ενα λεπτό ημιδιάφανο πλεχτό κι εκεί
               για ‘κείνον. Πως  να τα πιάσω,  όλα απ’               μέσα, όλα έπαιρναν την όψη,  που ήθε-

               την αρχή...                                           λα. Κρύβονταν οι ρωγμές των σπιτιών,

               - Πέρασαν και τα χρόνια, βλέπεις. Μα-                 οι ρημαγμένες αυλές, τα άσχημα κα-
               ζεύτηκαν πολλά.                                       λώδια,  κι οι λάσπες του δρόμου.
   66          Θυμάσαι, που μικρές χαζεύαμε τα σύν-                  Τα παιδια ήταν όμορφα, τα μάτια των

               νεφα; Θυμάσαι,  που τους δίναμε μορ-                  κοριτσιών είχαν μιαν απόκοσμη γλύ-

               φές κι ονόματα; Τότε σούχα πει...                     κα, οι μεγάλοι δεν είχαν ρυτίδες,
               - Να ξέρεις, πως τα σύννεφα, μπορούν                  Κι εγώ με ‘κείνον αγκαλιαζόμασταν
               να κατέβουν ως εμάς, αλλά τότε λέγο-                  σφιχτά, σίγουροι πως τα αδιάκριτα

               νται «ομίχλη». Γέλαγες. -Γιατί θ’αλλά-                βλέμματα δεν μπορούν να μας δουν.

               ξουν όνομα; -είχες πεί. Για να μερδέ-                 Χρόνια μετά, εδώ -σ’αυτήν την πόλη-
               ψουν τα σύννεφα, που μείνανε ψηλά;                    γνώρισα την αληθινή ομίχλη.

               Αφού, έτσι κι αλλιώς θα έχουν άλλο                    Της χαμογέλασα... Πήγα κοντά της με
               σχήμα, μέχρι να φτάσουν σε μας.                       λαχτάρα, έτοιμη να αφεθω στο  μυστή-

               Σου  είχα  θυμώσει.  «..Να  μην  κοροϊ-               ριό  της. Με τύλιξε, δεν μ’εδιωξε. Της
               δεύεις ...Σκέφτηκες ποτέ, πως όταν                    είπα για ‘κείνον. Της είπα πόσο τον

               είναι εδώ τριγύρω, δεν μπορούμε να                    αγαπούσα. Της είπα ακόμη πως τα φι-
               δούμε τα σχήματά τους; Αλλάζουν στη                   λιά του την διαλύουν και φέρνουν φώς.

               γη, πρέπει να προσέχουμε...»                          Μ’ακουγε. Μας έκανε παρέα όταν βαδί-
               Δεν θυμάμαι πια που είχαμε καταλή-                    ζαμε αγκαλιασμένοι. Έπαιρνε  τα λόγια

               ξει, ούτε αν μαλώσαμε. Θυμάμαι όμως,                  μας και τα προστάτευε. Μούπε ότι είναι
               πως όταν έλεγα πως πρέπει να προ-                     φίλη μας και  ξέρει να κρατάει μυστικά.

               σέχουμε τα σύννεφα που κατεβαίνουν                    Πολύ αργότερα, κατάλαβα πως «έκλε-
               ως εμάς, συγχρόνως έννοιωθα ένα                       βε» ομορφιά από μας. Εκείνη δεν είχε
   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71