Page 63 - mag_103
P. 63
της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου
κάλας δεν είναι", μου είπε όταν τους δοκίμασε. Όταν χάσαμε τον πατέρα
και η μάνα έπεσε στο κρεβάτι, σακί παρατημένο, ξίκικο, που κι ο μουστερής
αλαργάει άμα το θωρεί, όπως θα ‘λεγες και συ, εσύ μπήκες πρώτη να την
συνδράμεις. Όλους να μας συνδράμεις. Θυμάμαι τα γέρικα βήματα σου να
σέρνονται στα χαλίκια της αυλής και τη μοσχοβολιά της αγάπης σου, απ’ τη
στροφή του δρόμου ακόμη να διαπερνάει τους τοίχους... " Έρχεται η γιαγιά,
έρχεται η γιαγιά", φώναζα με λαχτάρα. Άνοιγε τα μάτια η μάνα και ψέλλιζε.
"Τράβα να τη βοηθήσεις. Δε μπορεί το βάρος γριά γυναίκα". Σου φιλούσε
τα χέρια κι εσύ δεν ήθελες. "Κυρά Ζεχρά, φέρε λίγο σουρμέ άμα ξανάρθεις,
σα μούμια γίνηκα", είπε ένα μεσημέρι. Και εσύ κατάλαβες πως έγινε καλά.
Από έξω κι από μέσα της το ένιωσες πως έγινε καλά. 63
"Ο καιρός και ο λαβωμένος ο παθός, γιαβρίμ’, ξανοίουνι γάλι-γάλι’’,
μου ψιθύρισες στο αφτί.
Σε θυμήθηκα σήμερα έντονα γιαγιά Ζεχρά, γιαγιά Ζαχάρω, γιαγιά ενός
γαληνεμένου κόσμου ειρήνης, βλέποντας την καταστροφή από τον σεισμό
στη γειτονική χώρα. Βλέποντας όλη αυτή τη δυστυχία, τον πόνο, την οδύνη
των ανθρώπων, θυμήθηκα τις μυρωδιές της αγάπης σου. Εκεί θα ήσουν άμα
ζούσες, σβαρνίζοντας τα φθαρμένα παντοφλάκια σου στα ερείπια. Εκεί θα
ήσουν να απαλύνεις όσο μπορούσες τις πληγές της ζωής. Με τους μπου-
λαμάδες (χυλός πετιμεζιού), τα μπαλίκια (χορτόπιτα), και το μπουλαμάτσι
σου (παχύρευστο γλυκό επικαλυμματικό υγρό), σκεπασμένα με το υφαντό
πεσκίρι (πετσέτα) να τις γλυκάνεις. Γιατί εσύ ήξερες απ’ αυτές...
Ο πόνος δεν έχει πατρίδα. Τα τζερεμέδια του ίδια τα πλερώνουνε οι άνθρω-
ποι, ό,τι χρώμα κι αν εφορούν τα μούτρα τους...
Τα έλεγες εσύ και μεις βάζαμε σουρμέδες...
Ακόμη βάζουμε...